συμπαράταξη: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 19:40, 27 September 2022

Greek Monolingual

η / συμπαράταξις, -άξεως, ΝΜΑ συμπαρατάσσω
η μαζί με άλλους παράταξη, ιδίως σε αγώνα ή σε μάχη
νεοελλ.
συνεργασία, άτυπη συμμαχία («η συμπαράταξη τών κομμάτων της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης»).