συμπεπλεγμένως: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπεπλεγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ συμπεπλεγμένον τρόπον, περιπλόκως, Γαλην. 19. 489, Ἀθανάσ. | |lstext='''συμπεπλεγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ συμπεπλεγμένον τρόπον, περιπλόκως, Γαλην. 19. 489, Ἀθανάσ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τρόπο περίπλοκο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[αλληλεξάρτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />σε [[σύνδεση]] με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συμπεπλεγμένος</i> του [[συμπλέκω]]. | |mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τρόπο περίπλοκο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[αλληλεξάρτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />σε [[σύνδεση]] με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συμπεπλεγμένος</i> του [[συμπλέκω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 27 September 2022
English (LSJ)
Adv., (συμπλέκω) complicatedly, Gal.19.489: c. dat., in conjunction with, Hermog.Stat.4.
German (Pape)
[Seite 986] adv. part. pert. pass. von συμπλέκω, verwickelt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεπλεγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ συμπεπλεγμένον τρόπον, περιπλόκως, Γαλην. 19. 489, Ἀθανάσ.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο
νεοελλ.
με αλληλεξάρτηση
αρχ.
σε σύνδεση με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος του συμπλέκω.