συναυτουργός: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η, Ν<br />[[δράστης]] εγκληματικής πράξης [[μαζί]] με άλλον ή άλλους, [[συμμέτοχος]] στη [[διάπραξη]] εγκλήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐτουργός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>]. | |mltxt=ο, η, Ν<br />[[δράστης]] εγκληματικής πράξης [[μαζί]] με άλλον ή άλλους, [[συμμέτοχος]] στη [[διάπραξη]] εγκλήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐτουργός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 27 September 2022
Greek Monolingual
ο, η, Ν
δράστης εγκληματικής πράξης μαζί με άλλον ή άλλους, συμμέτοχος στη διάπραξη εγκλήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αὐτουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].