συναλλακτής: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναλλακτής''': -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, [[μεσίτης]], ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753. | |lstext='''συναλλακτής''': -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, [[μεσίτης]], ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ [[συναλλάσσω]]<br />ο [[μεσίτης]] που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις. | |mltxt=και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ [[συναλλάσσω]]<br />ο [[μεσίτης]] που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 27 September 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A mediator, negotiator, Id. II an official concerned with the tax on sales (?), POxy.43vii 4, al. (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 998] ὁ, der Verkehr mit Einem hat, Handel mit ihm treibt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναλλακτής: -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, μεσίτης, ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753.
Greek Monolingual
και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.