συνεπιθορυβώ: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[επιδοκιμάζω]] μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῖς κολακεύουσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπιθορυβῶ</i> «[[θορυβώ]] για [[κάτι]], [[φωνάζω]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br />[[επιδοκιμάζω]] μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῖς κολακεύουσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπιθορυβῶ</i> «[[θορυβώ]] για [[κάτι]], [[φωνάζω]]»].
|mltxt=-έω, Α<br />[[επιδοκιμάζω]] μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῖς κολακεύουσι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπιθορυβῶ</i> «[[θορυβώ]] για [[κάτι]], [[φωνάζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 27 September 2022

Greek Monolingual

-έω, Α
επιδοκιμάζω μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῖς κολακεύουσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθορυβῶ «θορυβώ για κάτι, φωνάζω»].