σύγκλειση: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[σύγκλεισις]], -είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α [[συγκλείω]]<br />η [[συνένωση]] δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο [[κενό]] («τῆς [[φάλαγγος]] ἡ [[σύγκλεισις]]», Αρρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> η [[συναρμογή]] τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη [[σχέση]] εφαρμογής τών φυμάτων και τών επιφανειών τους σε όλες τις λειτουργικές θέσεις της [[κάτω]] γνάθου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φράξιμο]], [[κλείσιμο]] («συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[αποκλεισμός]]<br /><b>3.</b> [[ασφαλής]] [[εναποθήκευση]], [[κλείδωμα]]<br /><b>4.</b> [[στενωπός]], [[κλεισούρα]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σύγκλεισις]], -είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α [[συγκλείω]]<br />η [[συνένωση]] δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο [[κενό]] («τῆς [[φάλαγγος]] ἡ [[σύγκλεισις]]», Αρρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> η [[συναρμογή]] τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη [[σχέση]] εφαρμογής τών φυμάτων και τών επιφανειών τους σε όλες τις λειτουργικές θέσεις της [[κάτω]] γνάθου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φράξιμο]], [[κλείσιμο]] («συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[αποκλεισμός]]<br /><b>3.</b> [[ασφαλής]] [[εναποθήκευση]], [[κλείδωμα]]<br /><b>4.</b> [[στενωπός]], [[κλεισούρα]].
|mltxt=η / [[σύγκλεισις]], -είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α [[συγκλείω]]<br />η [[συνένωση]] δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο [[κενό]] («τῆς [[φάλαγγος]] ἡ [[σύγκλεισις]]», Αρρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> η [[συναρμογή]] τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη [[σχέση]] εφαρμογής τών φυμάτων και τών επιφανειών τους σε όλες τις λειτουργικές θέσεις της [[κάτω]] γνάθου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φράξιμο]], [[κλείσιμο]] («συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[αποκλεισμός]]<br /><b>3.</b> [[ασφαλής]] [[εναποθήκευση]], [[κλείδωμα]]<br /><b>4.</b> [[στενωπός]], [[κλεισούρα]].
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 27 September 2022

Greek Monolingual

η / σύγκλεισις, -είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α συγκλείω
η συνένωση δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό («τῆς φάλαγγοςσύγκλεισις», Αρρ.)
νεοελλ.
ανατ. η συναρμογή τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη σχέση εφαρμογής τών φυμάτων και τών επιφανειών τους σε όλες τις λειτουργικές θέσεις της κάτω γνάθου
αρχ.
1. φράξιμο, κλείσιμο («συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον», Θεόφρ.)
2. αποκλεισμός
3. ασφαλής εναποθήκευση, κλείδωμα
4. στενωπός, κλεισούρα.