σύμπορος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμπορος''': -ον, ὁ συνοδεύων τινά, συνοδοιπόρος, «τὸ σιγῶντο ἕπεσθαι δαιμόνιόν ἐστι, καὶ γὰρ τὸν ἀγαθὸν δαίμονα σύμπορον ἡμῖν εἰώθασι λέγειν» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. α΄ 165.
|lstext='''σύμπορος''': -ον, ὁ συνοδεύων τινά, συνοδοιπόρος, «τὸ σιγῶντο ἕπεσθαι δαιμόνιόν ἐστι, καὶ γὰρ τὸν ἀγαθὸν δαίμονα σύμπορον ἡμῖν εἰώθασι λέγειν» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. α΄ 165.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[συνοδοιπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]) <b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-<i>πορος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[συνοδοιπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]) <b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-<i>πορος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />[[συνοδοιπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]) <b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-<i>πορος</i>].
}}
}}

Revision as of 20:15, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπορος Medium diacritics: σύμπορος Low diacritics: σύμπορος Capitals: ΣΥΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: sýmporos Transliteration B: symporos Transliteration C: symporos Beta Code: su/mporos

English (LSJ)

ον, accompanying, Procl.in Alc.p.165 C.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπορος: -ον, ὁ συνοδεύων τινά, συνοδοιπόρος, «τὸ σιγῶντο ἕπεσθαι δαιμόνιόν ἐστι, καὶ γὰρ τὸν ἀγαθὸν δαίμονα σύμπορον ἡμῖν εἰώθασι λέγειν» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. α΄ 165.

Greek Monolingual

-ον, Α
συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πορος (< πόρος) πρβλ. αυτό-πορος].