διαβρωτικός: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diabrwtiko/s | |Beta Code=diabrwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[corrosive]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span> 1.99</span>, Gal.1.280 (Sup.). | |Definition=ή, όν, [[corrosive]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span> 1.99</span>, Gal.1.280 (Sup.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[corrosivo]], [[que corroe]] χυμός Gal.1.280, cf. 7.377, αἱ ... τῶν ἱεράκων καὶ ἀετῶν (χολαί) Aët.2.106, cf. Paul.Aeg.7.3.22, Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.99, ὕλη Steph.<i>in Hp.Progn</i>.252.15, cf. 38<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[el carácter devorador]] del fuego, Chrys.M.63.144. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβρωτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533. | |lstext='''διαβρωτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβρωτικός]], -ή, -όν) [[διαβιβρώσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να διαβρώνει<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[διάβρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διαβρωτική [[επίδραση]]» — [[επίδραση]] που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή [[προπαγάνδα]] και προκαλεί [[σιγά]] [[σιγά]] αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβρωτικός]], -ή, -όν) [[διαβιβρώσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να διαβρώνει<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[διάβρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διαβρωτική [[επίδραση]]» — [[επίδραση]] που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή [[προπαγάνδα]] και προκαλεί [[σιγά]] [[σιγά]] αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, corrosive, Alex.Aphr.Pr. 1.99, Gal.1.280 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
corrosivo, que corroe χυμός Gal.1.280, cf. 7.377, αἱ ... τῶν ἱεράκων καὶ ἀετῶν (χολαί) Aët.2.106, cf. Paul.Aeg.7.3.22, Alex.Aphr.Pr.1.99, ὕλη Steph.in Hp.Progn.252.15, cf. 38
•subst. τὸ δ. el carácter devorador del fuego, Chrys.M.63.144.
Greek (Liddell-Scott)
διαβρωτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαβρωτικός, -ή, -όν) διαβιβρώσκω
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να διαβρώνει
2. ο σχετικός με τη διάβρωση
νεοελλ.
φρ. «διαβρωτική επίδραση» — επίδραση που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή προπαγάνδα και προκαλεί σιγά σιγά αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.