διαφεγγής: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diafeggh/s
|Beta Code=diafeggh/s
|Definition=ές, [[pellucid]]: Adv. Comp., ὑέλου -έστερον ἀπαστράπτειν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>26</span>.
|Definition=ές, [[pellucid]]: Adv. Comp., ὑέλου -έστερον ἀπαστράπτειν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>26</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[luminoso]] como pred. τὸ δ' ἄλλο σῶμα ... Σιδωνίας ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτει Luc.<i>Am</i>.26, ἄστρων διαφεγγεῖς μαρμαρυγὰς ὁρῶμεν Heraclit.<i>All</i>.75, πυρὸς σέλατα, διαφεγγέα πάντῃ Orph.<i>Fr</i>.247.28 (ap. crít.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφεγγής''': -ές, [[διαφανής]], Λουκ. Ἐρωσ. 26.
|lstext='''διαφεγγής''': -ές, [[διαφανής]], Λουκ. Ἐρωσ. 26.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[luminoso]] como pred. τὸ δ' ἄλλο σῶμα ... Σιδωνίας ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτει Luc.<i>Am</i>.26, ἄστρων διαφεγγεῖς μαρμαρυγὰς ὁρῶμεν Heraclit.<i>All</i>.75, πυρὸς σέλατα, διαφεγγέα πάντῃ Orph.<i>Fr</i>.247.28 (ap. crít.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφεγγής Medium diacritics: διαφεγγής Low diacritics: διαφεγγής Capitals: ΔΙΑΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: diaphengḗs Transliteration B: diaphengēs Transliteration C: diafeggis Beta Code: diafeggh/s

English (LSJ)

ές, pellucid: Adv. Comp., ὑέλου -έστερον ἀπαστράπτειν Luc.Am.26.

Spanish (DGE)

-ές
luminoso como pred. τὸ δ' ἄλλο σῶμα ... Σιδωνίας ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτει Luc.Am.26, ἄστρων διαφεγγεῖς μαρμαρυγὰς ὁρῶμεν Heraclit.All.75, πυρὸς σέλατα, διαφεγγέα πάντῃ Orph.Fr.247.28 (ap. crít.).

German (Pape)

[Seite 610] ές, durchglänzend, ὑέλου διαφεγγέστερον ἀστράπτει Luc. Amor. 26.

Greek (Liddell-Scott)

διαφεγγής: -ές, διαφανής, Λουκ. Ἐρωσ. 26.

Greek Monolingual

-ές (ΑΝ)
διαφανής, διάφωτος.

Russian (Dvoretsky)

διαφεγγής: сверкающий, яркий: Σιδωνίας ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτειν Luc. блестеть ярче сидонского стекла.