δορίς: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
m (Text replacement - "]]para " to "]] para ") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=doris | |Transliteration C=doris | ||
|Beta Code=dori/s | |Beta Code=dori/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=ίδος, ἡ, [[sacrificial knife]], Anaxipp.6.3, Call.Aet.3.1.11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cuchillo]] para desollar, Anaxipp.6.3, Call.<i>Fr</i>.75.11.<br /><b class="num">2</b> [[mesa o tabla donde se desollaba o troceaba]] Ael.Dion.δ 28.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[δείρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δορίς''': -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ [[μάχαιρα]], δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, Πολυδ. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. [[Δωρίς]]. | |lstext='''δορίς''': -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ [[μάχαιρα]], δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, Πολυδ. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. [[Δωρίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορίς]], η (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το θυσιαστήριο, η αγία [[τράπεζα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαχαίρι]] ειδικό για το [[γδάρσιμο]] τών ζώων. | |mltxt=[[δορίς]], η (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το θυσιαστήριο, η αγία [[τράπεζα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαχαίρι]] ειδικό για το [[γδάρσιμο]] τών ζώων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, sacrificial knife, Anaxipp.6.3, Call.Aet.3.1.11.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 cuchillo para desollar, Anaxipp.6.3, Call.Fr.75.11.
2 mesa o tabla donde se desollaba o troceaba Ael.Dion.δ 28.
• Etimología: Cf. δείρω.
German (Pape)
[Seite 658] ίδος, ἡ, ein Messer zum Abhäuten (δέρειν) des Schlacht- u. Opferviehes; Poll. 6, 89; VLL.; μάχαιρα μαγειρική Anaxipp. bei Ath. IV, 169 c. Nach Eust. auch = der Opfertisch.
Greek (Liddell-Scott)
δορίς: -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ μάχαιρα, δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, Πολυδ. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. Δωρίς.
Greek Monolingual
δορίς, η (AM)
μσν.
το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα
αρχ.
μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων.