δορίς: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dori/s
|Beta Code=dori/s
|Definition=ίδος, ἡ, [[sacrificial knife]], Anaxipp.6.3, Call.Aet.3.1.11.
|Definition=ίδος, ἡ, [[sacrificial knife]], Anaxipp.6.3, Call.Aet.3.1.11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cuchillo]] para desollar, Anaxipp.6.3, Call.<i>Fr</i>.75.11.<br /><b class="num">2</b> [[mesa o tabla donde se desollaba o troceaba]] Ael.Dion.δ 28.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[δείρω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορίς''': -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ [[μάχαιρα]], δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, Πολυδ. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. [[Δωρίς]].
|lstext='''δορίς''': -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ [[μάχαιρα]], δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, Πολυδ. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. [[Δωρίς]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cuchillo]] para desollar, Anaxipp.6.3, Call.<i>Fr</i>.75.11.<br /><b class="num">2</b> [[mesa o tabla donde se desollaba o troceaba]] Ael.Dion.δ 28.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[δείρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δορίς]], η (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το θυσιαστήριο, η αγία [[τράπεζα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαχαίρι]] ειδικό για το [[γδάρσιμο]] τών ζώων.
|mltxt=[[δορίς]], η (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το θυσιαστήριο, η αγία [[τράπεζα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαχαίρι]] ειδικό για το [[γδάρσιμο]] τών ζώων.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορίς Medium diacritics: δορίς Low diacritics: δορίς Capitals: ΔΟΡΙΣ
Transliteration A: dorís Transliteration B: doris Transliteration C: doris Beta Code: dori/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, sacrificial knife, Anaxipp.6.3, Call.Aet.3.1.11.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 cuchillo para desollar, Anaxipp.6.3, Call.Fr.75.11.
2 mesa o tabla donde se desollaba o troceaba Ael.Dion.δ 28.
• Etimología: Cf. δείρω.

German (Pape)

[Seite 658] ίδος, ἡ, ein Messer zum Abhäuten (δέρειν) des Schlacht- u. Opferviehes; Poll. 6, 89; VLL.; μάχαιρα μαγειρική Anaxipp. bei Ath. IV, 169 c. Nach Eust. auch = der Opfertisch.

Greek (Liddell-Scott)

δορίς: -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ μάχαιρα, δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, Πολυδ. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. Δωρίς.

Greek Monolingual

δορίς, η (AM)
μσν.
το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα
αρχ.
μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων.