δυσαερία: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dusaeri/a
|Beta Code=dusaeri/a
|Definition=ἡ, [[badness of air]], <span class="bibl">Str. 5.1.7</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.161: pl., [[fogs]], <span class="bibl">Str.4.1.8</span>.
|Definition=ἡ, [[badness of air]], <span class="bibl">Str. 5.1.7</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.161: pl., [[fogs]], <span class="bibl">Str.4.1.8</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[insalubridad del aire]] χειμῶνος γενομένου καὶ πολλῆς δυσαερίας Ar.Byz.<i>Epit</i>.1.81, de Rávena, construida sobre un pantano, Str.5.1.7, δυσαερίας ... καὶ νιφετῶν πλήθη οὐκ ἀγαθῶν, ἀλλὰ φθεροποιῶν Vett.Val.370.9 (= <i>Cat.Cod.Astr</i>.2.161.30), s. cont. <i>SEG</i> 43.237 (Tesalia).<br /><b class="num">2</b> [[niebla]] ὥστε μὴ καθορᾶσθαι μηδ' ἐγγὺς ἐν ταῖς δυσαερίαις Str.4.1.8, τὴν πάχνην τὴν γινομένην ἐν δυσαερίᾳ καὶ φθείρουσαν τοὺς καρπούς <i>EM</i> 378.54G.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσᾱερία''': ἡ, κακός, νοσηρὸς ἀήρ, Στράβων 213.
|lstext='''δυσᾱερία''': ἡ, κακός, νοσηρὸς ἀήρ, Στράβων 213.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[insalubridad del aire]] χειμῶνος γενομένου καὶ πολλῆς δυσαερίας Ar.Byz.<i>Epit</i>.1.81, de Rávena, construida sobre un pantano, Str.5.1.7, δυσαερίας ... καὶ νιφετῶν πλήθη οὐκ ἀγαθῶν, ἀλλὰ φθεροποιῶν Vett.Val.370.9 (= <i>Cat.Cod.Astr</i>.2.161.30), s. cont. <i>SEG</i> 43.237 (Tesalia).<br /><b class="num">2</b> [[niebla]] ὥστε μὴ καθορᾶσθαι μηδ' ἐγγὺς ἐν ταῖς δυσαερίαις Str.4.1.8, τὴν πάχνην τὴν γινομένην ἐν δυσαερίᾳ καὶ φθείρουσαν τοὺς καρπούς <i>EM</i> 378.54G.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαερία]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[νοσηρός]] [[αέρας]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δυσαερίαι</i><br />[[ομίχλη]].
|mltxt=[[δυσαερία]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[νοσηρός]] [[αέρας]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δυσαερίαι</i><br />[[ομίχλη]].
}}
}}

Revision as of 11:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσᾱερία Medium diacritics: δυσαερία Low diacritics: δυσαερία Capitals: ΔΥΣΑΕΡΙΑ
Transliteration A: dysaería Transliteration B: dysaeria Transliteration C: dysaeria Beta Code: dusaeri/a

English (LSJ)

ἡ, badness of air, Str. 5.1.7, Cat.Cod.Astr.2.161: pl., fogs, Str.4.1.8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 insalubridad del aire χειμῶνος γενομένου καὶ πολλῆς δυσαερίας Ar.Byz.Epit.1.81, de Rávena, construida sobre un pantano, Str.5.1.7, δυσαερίας ... καὶ νιφετῶν πλήθη οὐκ ἀγαθῶν, ἀλλὰ φθεροποιῶν Vett.Val.370.9 (= Cat.Cod.Astr.2.161.30), s. cont. SEG 43.237 (Tesalia).
2 niebla ὥστε μὴ καθορᾶσθαι μηδ' ἐγγὺς ἐν ταῖς δυσαερίαις Str.4.1.8, τὴν πάχνην τὴν γινομένην ἐν δυσαερίᾳ καὶ φθείρουσαν τοὺς καρπούς EM 378.54G.

German (Pape)

[Seite 674] ἡ, schlechte Luft, Strab. 5, 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾱερία: ἡ, κακός, νοσηρὸς ἀήρ, Στράβων 213.

Greek Monolingual

δυσαερία, η (Α)
1. βλαβερός, νοσηρός αέρας
2. στον πληθ. δυσαερίαι
ομίχλη.