γαλακτίας: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=galakti/as
|Beta Code=galakti/as
|Definition=ου, ὁ, with and without [[κύκλος]], = [[γαλαξίας]], Ptol.<span class="title">Alm.</span> 8.2.
|Definition=ου, ὁ, with and without [[κύκλος]], = [[γαλαξίας]], Ptol.<span class="title">Alm.</span> 8.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[la Vía Láctea]] Ptol.<i>Alm</i>.8.2, cf. [[γαλαξίας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰλακτίας''': ἴδε ἐν λ. [[γαλαξίας]].
|lstext='''γᾰλακτίας''': ἴδε ἐν λ. [[γαλαξίας]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[la Vía Láctea]] Ptol.<i>Alm</i>.8.2, cf. [[γαλαξίας]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[γαλακτίας]]) [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> τα [[πρώτα]] δόντια τών παιδιών, οι νεογιλείς οδόντες<br /><b>2.</b> τα [[πρώτα]] δόντια των αλόγων<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαλακτίας]] ή «[[γαλακτίας]] [[κύκλος]]» — ο [[γαλαξίας]].
|mltxt=ο (Α [[γαλακτίας]]) [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> τα [[πρώτα]] δόντια τών παιδιών, οι νεογιλείς οδόντες<br /><b>2.</b> τα [[πρώτα]] δόντια των αλόγων<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαλακτίας]] ή «[[γαλακτίας]] [[κύκλος]]» — ο [[γαλαξίας]].
}}
}}

Revision as of 11:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτίας Medium diacritics: γαλακτίας Low diacritics: γαλακτίας Capitals: ΓΑΛΑΚΤΙΑΣ
Transliteration A: galaktías Transliteration B: galaktias Transliteration C: galaktias Beta Code: galakti/as

English (LSJ)

ου, ὁ, with and without κύκλος, = γαλαξίας, Ptol.Alm. 8.2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ la Vía Láctea Ptol.Alm.8.2, cf. γαλαξίας.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτίας: ἴδε ἐν λ. γαλαξίας.

Greek Monolingual

ο (Α γαλακτίας) γάλα
νεοελλ.
συνήθως στον πληθ.
1. τα πρώτα δόντια τών παιδιών, οι νεογιλείς οδόντες
2. τα πρώτα δόντια των αλόγων
αρχ.
γαλακτίας ή «γαλακτίας κύκλος» — ο γαλαξίας.