γεοειδής: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=geoeidh/s
|Beta Code=geoeidh/s
|Definition=ές, = [[γεώδης]], <span class="bibl">Ti.Locr.101a</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>731b13</span>, <span class="bibl"><span class="title">HA</span>555b28</span>.
|Definition=ές, = [[γεώδης]], <span class="bibl">Ti.Locr.101a</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>731b13</span>, <span class="bibl"><span class="title">HA</span>555b28</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[de naturaleza terrosa]], [[terroso]], [[formado por tierra]] γᾶς τε καὶ γεοειδέων Ti.Locr.101a, γεννᾶται ἔκ τινος συστάσεως γεοειδοῦς καὶ ὑγρᾶς Arist.<i>GA</i> 731<sup>b</sup>13, ἐκδύνουσιν ἐκ τοῦ γεοειδοῦς τοῦ περιέχοντος ἀκρίδες Arist.<i>HA</i> 555<sup>b</sup>28, cf. Plu.2.430d.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεοειδής''': -ές, πρὸς γῆς ἢ [[χῶμα]] [[ὅμοιος]], Τίμ. Λοκρ. 101Α, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 23, ἐν τέλ., 5. 28, 3· συνηθέστερον [[γεώδης]].
|lstext='''γεοειδής''': -ές, πρὸς γῆς ἢ [[χῶμα]] [[ὅμοιος]], Τίμ. Λοκρ. 101Α, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 23, ἐν τέλ., 5. 28, 3· συνηθέστερον [[γεώδης]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[de naturaleza terrosa]], [[terroso]], [[formado por tierra]] γᾶς τε καὶ γεοειδέων Ti.Locr.101a, γεννᾶται ἔκ τινος συστάσεως γεοειδοῦς καὶ ὑγρᾶς Arist.<i>GA</i> 731<sup>b</sup>13, ἐκδύνουσιν ἐκ τοῦ γεοειδοῦς τοῦ περιέχοντος ἀκρίδες Arist.<i>HA</i> 555<sup>b</sup>28, cf. Plu.2.430d.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεοειδής Medium diacritics: γεοειδής Low diacritics: γεοειδής Capitals: ΓΕΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: geoeidḗs Transliteration B: geoeidēs Transliteration C: geoeidis Beta Code: geoeidh/s

English (LSJ)

ές, = γεώδης, Ti.Locr.101a, Arist.GA731b13, HA555b28.

Spanish (DGE)

-ές
de naturaleza terrosa, terroso, formado por tierra γᾶς τε καὶ γεοειδέων Ti.Locr.101a, γεννᾶται ἔκ τινος συστάσεως γεοειδοῦς καὶ ὑγρᾶς Arist.GA 731b13, ἐκδύνουσιν ἐκ τοῦ γεοειδοῦς τοῦ περιέχοντος ἀκρίδες Arist.HA 555b28, cf. Plu.2.430d.

German (Pape)

[Seite 484] ές, erdartig, erdig, Tim. Locr. 101 a; Arist. H. A. 5, 28 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γεοειδής: -ές, πρὸς γῆς ἢ χῶμα ὅμοιος, Τίμ. Λοκρ. 101Α, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 23, ἐν τέλ., 5. 28, 3· συνηθέστερον γεώδης.

Greek Monolingual

γεοειδής (-οῦς), -ές (Α)
ο όμοιος με χώμα.

Russian (Dvoretsky)

γεοειδής: Plat., Arst. = γεώδης.