γεννήτρια: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=gennh/tria | |Beta Code=gennh/tria | ||
|Definition=ἡ, = [[γεννήτειρα]], [[δικῶν]] <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.62</span> B. | |Definition=ἡ, = [[γεννήτειρα]], [[δικῶν]] <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.62</span> B. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[engendradora]], [[madre]] Sch.Er.<i>Il</i>.22.82-3<br /><b class="num">•</b>fig. c. gen. [[causa]], [[fuente de]] δικῶν καὶ συκοφαντιῶν Phryn.<i>PS</i> 62, παρρησία ... γ. ... πάντων τῶν παθῶν Dor.Ab.<i>Doct</i>.4.52. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γεννήτρια''': ἡ, = [[γεννήτειρα]], Ἀχμέτ Ὀνειρ. 235, Α. Β. 35·― καὶ γεννητρίς, Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195. | |lstext='''γεννήτρια''': ἡ, = [[γεννήτειρα]], Ἀχμέτ Ὀνειρ. 235, Α. Β. 35·― καὶ γεννητρίς, Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και γεννήτρα, η (AM [[γεννήτρια]])<br /><b>1.</b> η [[μητέρα]]<br /><b>2.</b> η [[πηγή]] από την οποία εκπηγάζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσκευή]] ή [[μηχανή]] με την οποία παράγεται ηλεκτρική [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[γεννήτωρ]]. | |mltxt=και γεννήτρα, η (AM [[γεννήτρια]])<br /><b>1.</b> η [[μητέρα]]<br /><b>2.</b> η [[πηγή]] από την οποία εκπηγάζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσκευή]] ή [[μηχανή]] με την οποία παράγεται ηλεκτρική [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[γεννήτωρ]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = γεννήτειρα, δικῶν Phryn.PSp.62 B.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
engendradora, madre Sch.Er.Il.22.82-3
•fig. c. gen. causa, fuente de δικῶν καὶ συκοφαντιῶν Phryn.PS 62, παρρησία ... γ. ... πάντων τῶν παθῶν Dor.Ab.Doct.4.52.
German (Pape)
[Seite 483] ἡ, fem. zu γεννητής, B. A. 35; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεννήτρια: ἡ, = γεννήτειρα, Ἀχμέτ Ὀνειρ. 235, Α. Β. 35·― καὶ γεννητρίς, Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
και γεννήτρα, η (AM γεννήτρια)
1. η μητέρα
2. η πηγή από την οποία εκπηγάζει κάτι
νεοελλ.
συσκευή ή μηχανή με την οποία παράγεται ηλεκτρική ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του γεννήτωρ.