γράπτης: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=gra/pths
|Beta Code=gra/pths
|Definition=ου, ὁ, [[wrinkled]], <span class="bibl">Eust.633.56</span>.
|Definition=ου, ὁ, [[wrinkled]], <span class="bibl">Eust.633.56</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[arruga]] Eust.633.56.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de [[γράφω]] q.u.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0505.png Seite 505]] ὁ, der Runzeln hat, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0505.png Seite 505]] ὁ, der Runzeln hat, Eust.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[arruga]] Eust.633.56.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de [[γράφω]] q.u.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ)<br />αυτός που έχει [[ρυτίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος σημασιολογικά τ. του [[γράπις]], που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το [[γράπτης]] θεωρήθηκε παράγωγο του [[γράφω]] «[[χαράζω]] ([[γραμμή]])»].
|mltxt=ο (Μ)<br />αυτός που έχει [[ρυτίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος σημασιολογικά τ. του [[γράπις]], που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το [[γράπτης]] θεωρήθηκε παράγωγο του [[γράφω]] «[[χαράζω]] ([[γραμμή]])»].
}}
}}

Revision as of 11:46, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράπτης Medium diacritics: γράπτης Low diacritics: γράπτης Capitals: ΓΡΑΠΤΗΣ
Transliteration A: gráptēs Transliteration B: graptēs Transliteration C: graptis Beta Code: gra/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, wrinkled, Eust.633.56.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ arruga Eust.633.56.
• Etimología: Deriv. de γράφω q.u.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, der Runzeln hat, Eust.

Greek Monolingual

ο (Μ)
αυτός που έχει ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος σημασιολογικά τ. του γράπις, που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το γράπτης θεωρήθηκε παράγωγο του γράφω «χαράζω (γραμμή)»].