γωνιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=gwnia/zw
|Beta Code=gwnia/zw
|Definition=[[place at an angle]], Porph. [[inCat]].132.31.
|Definition=[[place at an angle]], Porph. [[inCat]].132.31.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[colocar en ángulo]] γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.<i>in Cat</i>.132.31.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γωνιάζω''': εἰς γωνίαν [[σχηματίζω]], Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 17.
|lstext='''γωνιάζω''': εἰς γωνίαν [[σχηματίζω]], Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 17.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[colocar en ángulo]] γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.<i>in Cat</i>.132.31.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[γωνιάζω]]) [[γωνία]]<br />[[δίνω]] σε ένα [[αντικείμενο]] [[μορφή]] γωνίας<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρύβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πελεκώ]] με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη [[γωνία]]<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]] με τη [[γωνιά]] (με το [[αλφάδι]]).
|mltxt=(AM [[γωνιάζω]]) [[γωνία]]<br />[[δίνω]] σε ένα [[αντικείμενο]] [[μορφή]] γωνίας<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρύβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πελεκώ]] με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη [[γωνία]]<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]] με τη [[γωνιά]] (με το [[αλφάδι]]).
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιάζω Medium diacritics: γωνιάζω Low diacritics: γωνιάζω Capitals: ΓΩΝΙΑΖΩ
Transliteration A: gōniázō Transliteration B: gōniazō Transliteration C: goniazo Beta Code: gwnia/zw

English (LSJ)

place at an angle, Porph. inCat.132.31.

Spanish (DGE)

colocar en ángulo γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.in Cat.132.31.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιάζω: εἰς γωνίαν σχηματίζω, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 17.

Greek Monolingual

(AM γωνιάζω) γωνία
δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας
μσν.- νεοελλ.
κρύβω
νεοελλ.
1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία
2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι).