αἰσχρουργός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ai)sxrourgo/s
|Beta Code=ai)sxrourgo/s
|Definition=όν, [[obscene]], Gal.12.249. Adv., Sup., <span class="bibl">D.C.79.3</span>.
|Definition=όν, [[obscene]], Gal.12.249. Adv., Sup., <span class="bibl">D.C.79.3</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[felador]] κοπροφάγος ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ κίναιδος Gal.12.249<br /><b class="num">•</b>[[indecente]] ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰσχρουργός''': -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274.
|lstext='''αἰσχρουργός''': -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[felador]] κοπροφάγος ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ κίναιδος Gal.12.249<br /><b class="num">•</b>[[indecente]] ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν (Α [[αἰσχρουργός]])<br />αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, [[φαύλος]], [[κακοήθης]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράξεις) [[ανήθικος]], [[αισχρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αἰσχρουργία]], <i>αἰσχρουργῶ</i>].
|mltxt=-όν (Α [[αἰσχρουργός]])<br />αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, [[φαύλος]], [[κακοήθης]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράξεις) [[ανήθικος]], [[αισχρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αἰσχρουργία]], <i>αἰσχρουργῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρουργός Medium diacritics: αἰσχρουργός Low diacritics: αισχρουργός Capitals: ΑΙΣΧΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: aischrourgós Transliteration B: aischrourgos Transliteration C: aischrourgos Beta Code: ai)sxrourgo/s

English (LSJ)

όν, obscene, Gal.12.249. Adv., Sup., D.C.79.3.

Spanish (DGE)

-όν
felador κοπροφάγος ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ κίναιδος Gal.12.249
indecente ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274.

Greek Monolingual

-όν (Α αἰσχρουργός)
αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθης
μσν.
(για πράξεις) ανήθικος, αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -εργὸς < ἔργον.
ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ].