ἀκέαστος: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ke/astos
|Beta Code=a)ke/astos
|Definition=ον, = [[ἄκλαστος]], Hsch.
|Definition=ον, = [[ἄκλαστος]], Hsch.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[indivisible]] Gr.Naz.M.37.404, Hsch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «[[ἀκέαστος]], [[ἄκλαστος]]», Ἡσύχ.
|lstext='''ἀκέαστος''': -ον, ([[κεάζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «[[ἀκέαστος]], [[ἄκλαστος]]», Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[indivisible]] Gr.Naz.M.37.404, Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκέαστος]], -ον (Α) [[κεάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο [[αδιαίρετος]]<br />«[[ἀκέαστος]] [[φύσις]]» <span style="color: red;"><</span> <b>Γρηγ. Ναζ.</b> IΙΙ, 404 Α, 414 Α).
|mltxt=[[ἀκέαστος]], -ον (Α) [[κεάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο [[αδιαίρετος]]<br />«[[ἀκέαστος]] [[φύσις]]» <span style="color: red;"><</span> <b>Γρηγ. Ναζ.</b> IΙΙ, 404 Α, 414 Α).
}}
}}

Revision as of 12:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέαστος Medium diacritics: ἀκέαστος Low diacritics: ακέαστος Capitals: ΑΚΕΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akéastos Transliteration B: akeastos Transliteration C: akeastos Beta Code: a)ke/astos

English (LSJ)

ον, = ἄκλαστος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον indivisible Gr.Naz.M.37.404, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέαστος: -ον, (κεάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «ἀκέαστος, ἄκλαστος», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀκέαστος, -ον (Α) κεάζω
αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο αδιαίρετος
«ἀκέαστος φύσις» < Γρηγ. Ναζ. IΙΙ, 404 Α, 414 Α).