ἀμήνυτος: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)mh/nutos | |Beta Code=a)mh/nutos | ||
|Definition=ον, [[not denounced]], <span class="bibl">Hld.8.13</span>, cf. Theognost.<span class="title">Can.</span>83. Adv. ἀμην-υτί [[unannounced]], [[without warning]], <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Hp.</span>1.100</span> D., al., prob. in <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>161.8</span>. | |Definition=ον, [[not denounced]], <span class="bibl">Hld.8.13</span>, cf. Theognost.<span class="title">Can.</span>83. Adv. ἀμην-υτί [[unannounced]], [[without warning]], <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Hp.</span>1.100</span> D., al., prob. in <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>161.8</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no indicado]], [[secreto]] τὰ ἀμήνυτα κρύφια ... φωτίζειν Hld.8.13.4, cf. Theognost.<i>Can</i>.p.83.5. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμήνῡτος''': -ον, ὁ μὴ μηνυθείς, τὰ ἀμήνυτα κρύφια καὶ ἀθέμιτα, Ἡλιόδ. 8. 13. Παρὰ Βυζαντ. ὑπάρχει ἐπίρρ. -υτί. | |lstext='''ἀμήνῡτος''': -ον, ὁ μὴ μηνυθείς, τὰ ἀμήνυτα κρύφια καὶ ἀθέμιτα, Ἡλιόδ. 8. 13. Παρὰ Βυζαντ. ὑπάρχει ἐπίρρ. -υτί. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμήνυτος]], -ον) [[μηνύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται [[ξαφνικά]], απροειδοποίητα, [[δίχως]] να γνωστοποιήσει την άφιξή του. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμήνυτος]], -ον) [[μηνύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται [[ξαφνικά]], απροειδοποίητα, [[δίχως]] να γνωστοποιήσει την άφιξή του. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, not denounced, Hld.8.13, cf. Theognost.Can.83. Adv. ἀμην-υτί unannounced, without warning, Steph.in Hp.1.100 D., al., prob. in A.D.Adv.161.8.
Spanish (DGE)
-ον
no indicado, secreto τὰ ἀμήνυτα κρύφια ... φωτίζειν Hld.8.13.4, cf. Theognost.Can.p.83.5.
German (Pape)
[Seite 123] nicht angezeigt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήνῡτος: -ον, ὁ μὴ μηνυθείς, τὰ ἀμήνυτα κρύφια καὶ ἀθέμιτα, Ἡλιόδ. 8. 13. Παρὰ Βυζαντ. ὑπάρχει ἐπίρρ. -υτί.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμήνυτος, -ον) μηνύω
1. αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε
2. αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται ξαφνικά, απροειδοποίητα, δίχως να γνωστοποιήσει την άφιξή του.