ἀναμφίλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)namfi/lektos
|Beta Code=a)namfi/lektos
|Definition=ον, = [[ἀναμφίλογος]] ([[undisputed]], [[undoubted]]), τιμή DH. 9.44 ; [[πίστις]] Longin. 7.4. Adv. [[ἀναμφιλέκτως]] PPar. 15.3.56 (ii BC), S.E. ''M.'' 7.5, Luc. ''Rh. Pr.'' 15.
|Definition=ον, = [[ἀναμφίλογος]] ([[undisputed]], [[undoubted]]), τιμή DH. 9.44 ; [[πίστις]] Longin. 7.4. Adv. [[ἀναμφιλέκτως]] PPar. 15.3.56 (ii BC), S.E. ''M.'' 7.5, Luc. ''Rh. Pr.'' 15.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] ([[ἁρπαγή]]) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη <i>IM</i> 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως <i>PGiss</i>.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.<i>M</i>.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.<i>PE</i> 10.2, I.<i>AI</i> 4.61, Phld.<i>Po</i>.A 13.20.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[indiscutiblemente]] κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles</i>, <i>UPZ</i> 162.5.20 (II a.C.), cf. <i>PPar</i>.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.<i>Rh.Pr</i>.15<br /><b class="num">•</b>[[sin disputa]] φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.<i>M</i>.7.5, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[sin dudar]] ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.<i>HE</i> 10.6.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμφίλεκτος''': -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5.
|lstext='''ἀναμφίλεκτος''': -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] ([[ἁρπαγή]]) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη <i>IM</i> 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως <i>PGiss</i>.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.<i>M</i>.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.<i>PE</i> 10.2, I.<i>AI</i> 4.61, Phld.<i>Po</i>.A 13.20.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[indiscutiblemente]] κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles</i>, <i>UPZ</i> 162.5.20 (II a.C.), cf. <i>PPar</i>.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.<i>Rh.Pr</i>.15<br /><b class="num">•</b>[[sin disputa]] φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.<i>M</i>.7.5, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[sin dudar]] ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.<i>HE</i> 10.6.3.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμφίλεκτος Medium diacritics: ἀναμφίλεκτος Low diacritics: αναμφίλεκτος Capitals: ΑΝΑΜΦΙΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anamphílektos Transliteration B: anamphilektos Transliteration C: anamfilektos Beta Code: a)namfi/lektos

English (LSJ)

ον, = ἀναμφίλογος (undisputed, undoubted), τιμή DH. 9.44 ; πίστις Longin. 7.4. Adv. ἀναμφιλέκτως PPar. 15.3.56 (ii BC), S.E. M. 7.5, Luc. Rh. Pr. 15.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiscutible (ἁρπαγή) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη IM 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως PGiss.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.M.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.PE 10.2, I.AI 4.61, Phld.Po.A 13.20.
2 adv. -ως indiscutiblemente κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles, UPZ 162.5.20 (II a.C.), cf. PPar.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.Rh.Pr.15
sin disputa φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.M.7.5, cf. Hsch.
sin dudar ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.HE 10.6.3.

German (Pape)

[Seite 198] unbestritten, unbezweifelt, Sp. z. B. τιμή Dion. Hal. 9, 44. – Adv., Luc. rhet. praec. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφίλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμφίλεκτος, -ον) ἀμφίλεκτος
αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες, διαφωνίες, αναμφίβολος, αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.

Greek Monotonic

ἀναμφίλεκτος: -ον, = το επόμ., σε Λουκ.