ἀνδρῷος: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ndrw=|os
|Beta Code=a)ndrw=|os
|Definition=α, ον, late form of [[ἀνδρεῖος]], Muson. ''Fr.'' 3 p. 17H., Gal. 2.888, Sch. Ar. ''Ra.'' 47, Aspasia ap. Aët. 16.18; distinguished by Sch. Lib. ''Or.'' 64.54 [[ἀνδρεῖα]] [[ἐσθήματα]] [[ἤτοι]] [[ἀνδράσι]] [[πρέποντα]]· [[ἀνδρῷα]] δὲ [[οἰκήματα]] τὰ [[ἐμπεριέχοντα]] [[ἄνδρας]].
|Definition=α, ον, late form of [[ἀνδρεῖος]], Muson. ''Fr.'' 3 p. 17H., Gal. 2.888, Sch. Ar. ''Ra.'' 47, Aspasia ap. Aët. 16.18; distinguished by Sch. Lib. ''Or.'' 64.54 [[ἀνδρεῖα]] [[ἐσθήματα]] [[ἤτοι]] [[ἀνδράσι]] [[πρέποντα]]· [[ἀνδρῷα]] δὲ [[οἰκήματα]] τὰ [[ἐμπεριέχοντα]] [[ἄνδρας]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀνδρῶος Sch.Lib.<i>Or</i>.64.54<br /><b class="num">1</b> [[propio del varón]] τής ἀνδρῷας κύστεως Gal.2.888, cf. Sch.Ar.<i>Ra</i>.47, Aët.16.18.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἀνδρῶα [[habitaciones destinadas a los hombres]] ἀνδρῶα δὲ οἰκήματα τὰ ἐμπεριέχοντα ἄνδρας Sch.Lib.l.c.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρῷος''': -α, -ον, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀνδρεῖος]] ([[ἐπειδὴ]] ἐν Ἱππ. 1. 26, Ξεν. Οἰκ. 9, 6, τὰ ἄριστα τῶν χειρογρ. ἔχουσιν [[ἀνδρεῖος]]), Μουσων. παρὰ Στοβ. Παράρτ. σ. 54, Γαισφ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ, Βατρ. 47.
|lstext='''ἀνδρῷος''': -α, -ον, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀνδρεῖος]] ([[ἐπειδὴ]] ἐν Ἱππ. 1. 26, Ξεν. Οἰκ. 9, 6, τὰ ἄριστα τῶν χειρογρ. ἔχουσιν [[ἀνδρεῖος]]), Μουσων. παρὰ Στοβ. Παράρτ. σ. 54, Γαισφ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ, Βατρ. 47.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀνδρῶος Sch.Lib.<i>Or</i>.64.54<br /><b class="num">1</b> [[propio del varón]] τής ἀνδρῷας κύστεως Gal.2.888, cf. Sch.Ar.<i>Ra</i>.47, Aët.16.18.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἀνδρῶα [[habitaciones destinadas a los hombres]] ἀνδρῶα δὲ οἰκήματα τὰ ἐμπεριέχοντα ἄνδρας Sch.Lib.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνδρῷος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που ταιριάζει ή χρησιμεύει στους άνδρες, [[ανδρικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i>, αναλογικά [[προς]] το [[πατρώος]]].
|mltxt=[[ἀνδρῷος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που ταιριάζει ή χρησιμεύει στους άνδρες, [[ανδρικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i>, αναλογικά [[προς]] το [[πατρώος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρῷος Medium diacritics: ἀνδρῷος Low diacritics: ανδρώος Capitals: ΑΝΔΡΩΟΣ
Transliteration A: andrō̂ios Transliteration B: andrōos Transliteration C: androos Beta Code: a)ndrw=|os

English (LSJ)

α, ον, late form of ἀνδρεῖος, Muson. Fr. 3 p. 17H., Gal. 2.888, Sch. Ar. Ra. 47, Aspasia ap. Aët. 16.18; distinguished by Sch. Lib. Or. 64.54 ἀνδρεῖα ἐσθήματα ἤτοι ἀνδράσι πρέποντα· ἀνδρῷα δὲ οἰκήματα τὰ ἐμπεριέχοντα ἄνδρας.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): tb. ἀνδρῶος Sch.Lib.Or.64.54
1 propio del varón τής ἀνδρῷας κύστεως Gal.2.888, cf. Sch.Ar.Ra.47, Aët.16.18.
2 subst. τὰ ἀνδρῶα habitaciones destinadas a los hombres ἀνδρῶα δὲ οἰκήματα τὰ ἐμπεριέχοντα ἄνδρας Sch.Lib.l.c.

German (Pape)

[Seite 219] = ἀνδρεῖος, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρῷος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀνδρεῖος (ἐπειδὴ ἐν Ἱππ. 1. 26, Ξεν. Οἰκ. 9, 6, τὰ ἄριστα τῶν χειρογρ. ἔχουσιν ἀνδρεῖος), Μουσων. παρὰ Στοβ. Παράρτ. σ. 54, Γαισφ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ, Βατρ. 47.

Greek Monolingual

ἀνδρῷος, -α, -ον (Α)
αυτός που ταιριάζει ή χρησιμεύει στους άνδρες, ανδρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός, αναλογικά προς το πατρώος].