ἀπαράπειστος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)para/peistos
|Beta Code=a)para/peistos
|Definition=ον, [[not to be seduced]], <span class="bibl">D.H.8.61</span>.
|Definition=ον, [[not to be seduced]], <span class="bibl">D.H.8.61</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inexorable]] περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.<br /><b class="num">2</b> [[indócil]], [[desobediente]] Hsch.s.u. [[ἄπιστος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαράπειστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61.
|lstext='''ἀπαράπειστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inexorable]] περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.<br /><b class="num">2</b> [[indócil]], [[desobediente]] Hsch.s.u. [[ἄπιστος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαράπειστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να παραπειστεί η να παρασυρθεί.
|mltxt=[[ἀπαράπειστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να παραπειστεί η να παρασυρθεί.
}}
}}

Revision as of 13:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράπειστος Medium diacritics: ἀπαράπειστος Low diacritics: απαράπειστος Capitals: ΑΠΑΡΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aparápeistos Transliteration B: aparapeistos Transliteration C: aparapeistos Beta Code: a)para/peistos

English (LSJ)

ον, not to be seduced, D.H.8.61.

Spanish (DGE)

-ον
1 inexorable περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.
2 indócil, desobediente Hsch.s.u. ἄπιστος.

German (Pape)

[Seite 279] nicht durch Zureden abzubringen, unbestechlich, D. Hal. 8, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61.

Greek Monolingual

ἀπαράπειστος, -ον (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να παραπειστεί η να παρασυρθεί.