ἀπογαλακτίζω: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)pogalakti/zw | |Beta Code=a)pogalakti/zw | ||
|Definition=[[wean from the mother's milk]], <span class="bibl">Diph.74</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ge.</span>21.8</span>, <span class="bibl">Sor.1.116</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>37i22</span> (i A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PLips.</span>31.20</span> (ii A.D.). | |Definition=[[wean from the mother's milk]], <span class="bibl">Diph.74</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ge.</span>21.8</span>, <span class="bibl">Sor.1.116</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>37i22</span> (i A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PLips.</span>31.20</span> (ii A.D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=tr. [[destetar]] ὥσπερ τὰ παιδί' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ Diph.74.3, ἀπεγαλάκ[τισά] μου τὸ [π] αιδίον <i>POxy</i>.37.1.22 (I d.C.), τὸ [[βρέφος]] Sor.86.28, en v. pas. ηὐξήθη τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη [[LXX]] <i>Ge</i>.21.8, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα [[αὐτοῦ]] [[LXX]] <i>Ps</i>.130.2, αἷγας μικροὺς ἀπαγεγαλαχτισμένους <i>PStras</i>.30.11 (III d.C.), οἱ ἀπογεγαλακτισμένοι ἀπὸ γάλακτος los recién destetados</i> [[LXX]] <i>Is</i>.28.9, cf. Aët.4.28, <i>PLips</i>.31.20 (II d.C.), <i>Et.Gen</i>.1064<br /><b class="num">•</b>fig. ἀπογαλακτισθέντες ἀπὸ νομικοῦ γάλακτος Eus.M.24.288D, ἐκκλησία τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ... ἀπογαλακτίσασα ... τῶν λόγων τῆς κατηχήσεως Basil.M.31.425A, cf. Procop.Gaz.M.87.384B. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπογᾰλακτίζω''': μέλλ. β΄, ἀπογαλακτιῶ, [[ἀποκόπτω]] τὸ [[βρέφος]] ἀπὸ τοῦ θηλάζειν, δὲν τὸ ἀφίνω πλέον νὰ θηλάζῃ, τὸ «ἀποκόβω» Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 2: - Ἐντεῦθεν ῥηματ. ἐπίθ., -[[κτιστέον]], δεῖ ἀπογαλακτίζειν, «[[πότε]] καὶ πῶς ἀπογαλακτιστέον τὸ [[βρέφος]]» Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 199, 1: - καὶ οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἱππ. σ. 267, 39, ἢ -κτισις, εως, ἡ, Θεοδ. Στουδ. | |lstext='''ἀπογᾰλακτίζω''': μέλλ. β΄, ἀπογαλακτιῶ, [[ἀποκόπτω]] τὸ [[βρέφος]] ἀπὸ τοῦ θηλάζειν, δὲν τὸ ἀφίνω πλέον νὰ θηλάζῃ, τὸ «ἀποκόβω» Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 2: - Ἐντεῦθεν ῥηματ. ἐπίθ., -[[κτιστέον]], δεῖ ἀπογαλακτίζειν, «[[πότε]] καὶ πῶς ἀπογαλακτιστέον τὸ [[βρέφος]]» Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 199, 1: - καὶ οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἱππ. σ. 267, 39, ἢ -κτισις, εως, ἡ, Θεοδ. Στουδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. -[[χτίζω]] (AM [[ἀπογαλακτίζω]])<br />[[παύω]] να [[τρέφω]] το [[βρέφος]] με μητρικό [[γάλα]], το [[αποκόβω]] από τον θηλασμό. | |mltxt=κ. -[[χτίζω]] (AM [[ἀπογαλακτίζω]])<br />[[παύω]] να [[τρέφω]] το [[βρέφος]] με μητρικό [[γάλα]], το [[αποκόβω]] από τον θηλασμό. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 1 October 2022
English (LSJ)
wean from the mother's milk, Diph.74, LXXGe.21.8, Sor.1.116, POxy.37i22 (i A. D.), PLips.31.20 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
tr. destetar ὥσπερ τὰ παιδί' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ Diph.74.3, ἀπεγαλάκ[τισά] μου τὸ [π] αιδίον POxy.37.1.22 (I d.C.), τὸ βρέφος Sor.86.28, en v. pas. ηὐξήθη τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη LXX Ge.21.8, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ LXX Ps.130.2, αἷγας μικροὺς ἀπαγεγαλαχτισμένους PStras.30.11 (III d.C.), οἱ ἀπογεγαλακτισμένοι ἀπὸ γάλακτος los recién destetados LXX Is.28.9, cf. Aët.4.28, PLips.31.20 (II d.C.), Et.Gen.1064
•fig. ἀπογαλακτισθέντες ἀπὸ νομικοῦ γάλακτος Eus.M.24.288D, ἐκκλησία τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ... ἀπογαλακτίσασα ... τῶν λόγων τῆς κατηχήσεως Basil.M.31.425A, cf. Procop.Gaz.M.87.384B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογᾰλακτίζω: μέλλ. β΄, ἀπογαλακτιῶ, ἀποκόπτω τὸ βρέφος ἀπὸ τοῦ θηλάζειν, δὲν τὸ ἀφίνω πλέον νὰ θηλάζῃ, τὸ «ἀποκόβω» Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 2: - Ἐντεῦθεν ῥηματ. ἐπίθ., -κτιστέον, δεῖ ἀπογαλακτίζειν, «πότε καὶ πῶς ἀπογαλακτιστέον τὸ βρέφος» Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 199, 1: - καὶ οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἱππ. σ. 267, 39, ἢ -κτισις, εως, ἡ, Θεοδ. Στουδ.
Greek Monolingual
κ. -χτίζω (AM ἀπογαλακτίζω)
παύω να τρέφω το βρέφος με μητρικό γάλα, το αποκόβω από τον θηλασμό.