ἀπαρακολούθητος: Difference between revisions
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)parakolou/qhtos | |Beta Code=a)parakolou/qhtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be reached]] or [[attained]], Tz.adLyc. 5. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -τως [[inconsequently]], <span class="bibl">M.Ant.2.16</span>, <span class="bibl">Plot.4.3.28</span>.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be reached]] or [[attained]], Tz.adLyc. 5. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -τως [[inconsequently]], <span class="bibl">M.Ant.2.16</span>, <span class="bibl">Plot.4.3.28</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incomprensible]] ([[βοή]]) Tz.<i>ad Lyc</i>.5.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[incapaz de seguir]] con el pensamiento, [[que no se entera]] οὐκ ἐκστατικοῦ ἀνδρὸς οὐδὲ ἀ., ἀλλὰ ἐρρωμένην ἔχοντος τὴν διάνοιαν Epiph.Const.<i>Haer</i>.48.6 (p.228.7), οἱ ἀ. los que no se enteran</i>, los bobos</i> Epiph.Const.<i>Haer</i>.51.4 (p.252.18).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[inconsecuentemente]] c. dat. κἂν μὴ τέλεον ἐξιστώμεθα καὶ ἀ. ἔχωμεν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ δοκῶμεν παρακολουθεῖν οἷς λέγομεν Origenes <i>Io</i>.28.20 (p.414.23).<br /><b class="num">2</b> abs. [[inconscientemente]] ποιεῖν M.Ant.5.6, cf. 2.16, Plot.4.3.28. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαρακολούθητος''': -ον, [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], Τζέτζ., Λυκ. 5. ΙΙ. [[ἀλόγιστος]], [[ἀπρονόητος]], [[προπετής]], Βασ. τ. 1. σ. 508Ε: ― Ἐπίρρ. -τως, [[ἐσπευσμένως]], ἀσκέπτως, Μ. Ἀντων. 2.16· [[οὕτως]], ἀπαρακολουθησία, ἡ, [[προπέτεια]], Βασιλ. τ. 1. σ. 406D. | |lstext='''ἀπαρακολούθητος''': -ον, [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], Τζέτζ., Λυκ. 5. ΙΙ. [[ἀλόγιστος]], [[ἀπρονόητος]], [[προπετής]], Βασ. τ. 1. σ. 508Ε: ― Ἐπίρρ. -τως, [[ἐσπευσμένως]], ἀσκέπτως, Μ. Ἀντων. 2.16· [[οὕτως]], ἀπαρακολουθησία, ἡ, [[προπέτεια]], Βασιλ. τ. 1. σ. 406D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαρακολούθητος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον παρακολουθήσει, ο [[ακατανόητος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν προνοεί για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(επίρρ., -τως) απερίσκεπτα. | |mltxt=[[ἀπαρακολούθητος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον παρακολουθήσει, ο [[ακατανόητος]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν προνοεί για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(επίρρ., -τως) απερίσκεπτα. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A not to be reached or attained, Tz.adLyc. 5. II Adv. -τως inconsequently, M.Ant.2.16, Plot.4.3.28.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incomprensible (βοή) Tz.ad Lyc.5.
2 de pers. incapaz de seguir con el pensamiento, que no se entera οὐκ ἐκστατικοῦ ἀνδρὸς οὐδὲ ἀ., ἀλλὰ ἐρρωμένην ἔχοντος τὴν διάνοιαν Epiph.Const.Haer.48.6 (p.228.7), οἱ ἀ. los que no se enteran, los bobos Epiph.Const.Haer.51.4 (p.252.18).
II adv. -ως
1 inconsecuentemente c. dat. κἂν μὴ τέλεον ἐξιστώμεθα καὶ ἀ. ἔχωμεν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ δοκῶμεν παρακολουθεῖν οἷς λέγομεν Origenes Io.28.20 (p.414.23).
2 abs. inconscientemente ποιεῖν M.Ant.5.6, cf. 2.16, Plot.4.3.28.
German (Pape)
[Seite 279] 1) dem man nicht folgen kann, unbegreiflich, Schol. Il. 11, 245. – 2) inconsequent, adv., M. Anton. 2, 16. 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρακολούθητος: -ον, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Τζέτζ., Λυκ. 5. ΙΙ. ἀλόγιστος, ἀπρονόητος, προπετής, Βασ. τ. 1. σ. 508Ε: ― Ἐπίρρ. -τως, ἐσπευσμένως, ἀσκέπτως, Μ. Ἀντων. 2.16· οὕτως, ἀπαρακολουθησία, ἡ, προπέτεια, Βασιλ. τ. 1. σ. 406D.
Greek Monolingual
ἀπαρακολούθητος, -ον (AM)
μσν.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει, ο ακατανόητος
2. όποιος δεν προνοεί για κάτι
αρχ.
(επίρρ., -τως) απερίσκεπτα.