ἀποχειρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)poxeiro/bios | |Beta Code=a)poxeiro/bios | ||
|Definition=ον, = [[ἀποχειροβίοτος]] ([[living by the work of one's hands]]), Poll. 1.50, Hsch. | |Definition=ον, = [[ἀποχειροβίοτος]] ([[living by the work of one's hands]]), Poll. 1.50, Hsch. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que vive del trabajo de sus manos]] Poll.1.50 (ap. crít.), Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποχειρόβιος''': -ον, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν, «ἀποχειρόβιοι· οἱ ἁλιεῖς καὶ χειρώνακτες καὶ ἐγχειρογάστορες, οἱ τεχνῖται» Ἡσύχ., Πολυδ. Α΄, 50. | |lstext='''ἀποχειρόβιος''': -ον, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν, «ἀποχειρόβιοι· οἱ ἁλιεῖς καὶ χειρώνακτες καὶ ἐγχειρογάστορες, οἱ τεχνῖται» Ἡσύχ., Πολυδ. Α΄, 50. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποχειρόβιος]] κ. -βίωτος, -ον (Α)<br />αυτός που ζει με την [[εργασία]] των χεριών του, ο [[βιοπαλαιστής]]. | |mltxt=[[ἀποχειρόβιος]] κ. -βίωτος, -ον (Α)<br />αυτός που ζει με την [[εργασία]] των χεριών του, ο [[βιοπαλαιστής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, = ἀποχειροβίοτος (living by the work of one's hands), Poll. 1.50, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
que vive del trabajo de sus manos Poll.1.50 (ap. crít.), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχειρόβιος: -ον, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν, «ἀποχειρόβιοι· οἱ ἁλιεῖς καὶ χειρώνακτες καὶ ἐγχειρογάστορες, οἱ τεχνῖται» Ἡσύχ., Πολυδ. Α΄, 50.
Greek Monolingual
ἀποχειρόβιος κ. -βίωτος, -ον (Α)
αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής.