ἀπροσποίητος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)prospoi/htos | |Beta Code=a)prospoi/htos | ||
|Definition=ον, [[unfeigned]], in Adv. -τως <span class="bibl">D.S.32.24</span>. | |Definition=ον, [[unfeigned]], in Adv. -τως <span class="bibl">D.S.32.24</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[real]], [[verdadero]], <i>SEG</i> 3.226.14 (Atenas II d.C.), φιλία Tz.<i>Ep</i>.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[realmente]], [[verdaderamente]] ἀ. ἐδάκρυεν D.S.32.24, ἀ. ... ἀποτεμνόμενος Gr.Nyss.M.46.312B. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροσποίητος''': -ον, ὁ, ὁ μὴ προσπεποιημένος, φιλίαν [[ὄντως]] ἀκραιφνεστάτην καὶ ἀπροσποίητον Τζέτζ. Ἐπιστ. 7. σ. 10. - Ἐπίρρ. -τως Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 93. | |lstext='''ἀπροσποίητος''': -ον, ὁ, ὁ μὴ προσπεποιημένος, φιλίαν [[ὄντως]] ἀκραιφνεστάτην καὶ ἀπροσποίητον Τζέτζ. Ἐπιστ. 7. σ. 10. - Ἐπίρρ. -τως Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 93. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσποίητος]], -ον)<br />αυτός που δεν προσποιείται, [[ανυπόκριτος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσποίητος]], -ον)<br />αυτός που δεν προσποιείται, [[ανυπόκριτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, unfeigned, in Adv. -τως D.S.32.24.
Spanish (DGE)
-ον
1 real, verdadero, SEG 3.226.14 (Atenas II d.C.), φιλία Tz.Ep.7.
2 adv. -ως realmente, verdaderamente ἀ. ἐδάκρυεν D.S.32.24, ἀ. ... ἀποτεμνόμενος Gr.Nyss.M.46.312B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσποίητος: -ον, ὁ, ὁ μὴ προσπεποιημένος, φιλίαν ὄντως ἀκραιφνεστάτην καὶ ἀπροσποίητον Τζέτζ. Ἐπιστ. 7. σ. 10. - Ἐπίρρ. -τως Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 93.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσποίητος, -ον)
αυτός που δεν προσποιείται, ανυπόκριτος.