ἀφοριστικός: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)foristiko/s | |Beta Code=a)foristiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[delimiting]], <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>541.4</span>, al.; [[separative]], Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>1</span>; [[aphoristic]], διδασκαλία Gal.11.802. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid.; [[pithily]], [[sententiously]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>7</span>. | |Definition=ή, όν, [[delimiting]], <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>541.4</span>, al.; [[separative]], Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>1</span>; [[aphoristic]], διδασκαλία Gal.11.802. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid.; [[pithily]], [[sententiously]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>7</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que delimita]], [[que reduce a límites]] τὸ ἀφοριστικὸν τῆς οἰκείας τάξεως Simp.<i>in Ph</i>.541.4, c. gen. ἀ. τῶν ὄντων Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.824C.<br /><b class="num">2</b> [[aforístico]] [[διδασκαλία]] Gal.11.802<br /><b class="num">•</b>del estilo [[conciso]] ἀ. χαρακτήρ Sophronius en Phot.<i>Bibl</i>.3b<br /><b class="num">•</b>gram. de adv. continuativos, Sch.Luc.<i>Cat</i>.1, <i>EM</i> 296.50G.<br /><b class="num">3</b> [[que rechaza]], [[de rechazo]] δυνάμεις ἀφοριστικαί Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.564B.<br /><b class="num">4</b> [[que distingue]] τῇ ἀφοριστικῇ ἰδιότητι ἀπὸ τοῦ πατρός Leont.Byz.M.86.1909C.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de manera aforística]] ἀ. τὰ μετὰ ταῦτα ἐπιτίθεται D.H.<i>Is</i>.7. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφοριστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ὁρισμόν, [[ὅμοιος]] ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7. | |lstext='''ἀφοριστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ὁρισμόν, [[ὅμοιος]] ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀφοριστικός]], -όν) [[αφορίζω]]<br /><b>1.</b> διατυπωμένος με [[μορφή]] αφορισμού, [[αποφθεγματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ικανός]] να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀφοριστικός]], -όν) [[αφορίζω]]<br /><b>1.</b> διατυπωμένος με [[μορφή]] αφορισμού, [[αποφθεγματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ικανός]] να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, delimiting, Simp.in Ph.541.4, al.; separative, Sch.Luc.Nav.1; aphoristic, διδασκαλία Gal.11.802. Adv. -κῶς ibid.; pithily, sententiously, D.H.Is.7.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que delimita, que reduce a límites τὸ ἀφοριστικὸν τῆς οἰκείας τάξεως Simp.in Ph.541.4, c. gen. ἀ. τῶν ὄντων Dion.Ar.DN M.3.824C.
2 aforístico διδασκαλία Gal.11.802
•del estilo conciso ἀ. χαρακτήρ Sophronius en Phot.Bibl.3b
•gram. de adv. continuativos, Sch.Luc.Cat.1, EM 296.50G.
3 que rechaza, de rechazo δυνάμεις ἀφοριστικαί Dion.Ar.EH M.3.564B.
4 que distingue τῇ ἀφοριστικῇ ἰδιότητι ἀπὸ τοῦ πατρός Leont.Byz.M.86.1909C.
II adv. -ῶς de manera aforística ἀ. τὰ μετὰ ταῦτα ἐπιτίθεται D.H.Is.7.
German (Pape)
[Seite 414] zum Begränzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοριστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ὁρισμόν, ὅμοιος ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀφοριστικός, -όν) αφορίζω
1. διατυπωμένος με μορφή αφορισμού, αποφθεγματικός
2. αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό
μσν.
ο ικανός να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει.