ἀτερμάτιστος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)terma/tistos | |Beta Code=a)terma/tistos | ||
|Definition=[<b class="b3">μᾰ], ον,</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unbounded]], ἐπιθυμία <span class="bibl">D.S.19.1</span>, cf. Gal.19.472. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ἀβέβαιος]], [[ἀθεμελίωτος]], Hsch.</span> | |Definition=[<b class="b3">μᾰ], ον,</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unbounded]], ἐπιθυμία <span class="bibl">D.S.19.1</span>, cf. Gal.19.472. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ἀβέβαιος]], [[ἀθεμελίωτος]], Hsch.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[ilimitado]] ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472, εἰρήνη Basil.M.30.513B.<br /><b class="num">2</b> [[inseguro]] σκάφος Thdt.M.82.64B, cf. Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτερμάτιστος''': -ον, [[ἀπεριόριστος]], [[ἄπειρος]], [[ἄμετρος]], ἐπιθυμία Διόδ. 19. 1· [[χρόνος]] Εὐσέβ. - [[ὡσαύτως]], ἀτέρμαντος, ον, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ια΄, 17 κ. ἀλλ. | |lstext='''ἀτερμάτιστος''': -ον, [[ἀπεριόριστος]], [[ἄπειρος]], [[ἄμετρος]], ἐπιθυμία Διόδ. 19. 1· [[χρόνος]] Εὐσέβ. - [[ὡσαύτως]], ἀτέρμαντος, ον, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ια΄, 17 κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:05, 1 October 2022
English (LSJ)
[μᾰ], ον, A unbounded, ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472. II = ἀβέβαιος, ἀθεμελίωτος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 ilimitado ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472, εἰρήνη Basil.M.30.513B.
2 inseguro σκάφος Thdt.M.82.64B, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 385] nuendlich, unbegränzt, ἐπιθυμία D. Sic. 19, 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτερμάτιστος: -ον, ἀπεριόριστος, ἄπειρος, ἄμετρος, ἐπιθυμία Διόδ. 19. 1· χρόνος Εὐσέβ. - ὡσαύτως, ἀτέρμαντος, ον, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ια΄, 17 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀτερμάτιστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τέρμα, ατέλειωτος
2. εκείνος που δεν έχει τερματιστεί, μισοτελειωμένος
αρχ.
απεριόριστος, άμετρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτερμάτιστος: беспредельный, бесконечный Diod.