ἁλιρραίστης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a(lirrai/sths | |Beta Code=a(lirrai/sths | ||
|Definition=ὁ, (ῥαίω) [[ravening in the sea]], δράκων <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>828</span>. | |Definition=ὁ, (ῥαίω) [[ravening in the sea]], δράκων <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>828</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[que asola el mar]] δράκων Nic.<i>Th</i>.828. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλιρραίστης''': ὁ, ([[ῥαίω]]) ὁ ὡς μαινόμενος διασχίζων τὴν θάλασσαν ὁ καταστρεπτικός, [[δράκων]], Νικ. Θ. 828. | |lstext='''ἁλιρραίστης''': ὁ, ([[ῥαίω]]) ὁ ὡς μαινόμενος διασχίζων τὴν θάλασσαν ὁ καταστρεπτικός, [[δράκων]], Νικ. Θ. 828. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλιρραίστης]], ο (Α)<br />αυτός που κάνει καταστροφές [[μέσα]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἁλι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ραίστης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ραίω]] «[[καταστρέφω]], [[συντρίβω]]»]. | |mltxt=[[ἁλιρραίστης]], ο (Α)<br />αυτός που κάνει καταστροφές [[μέσα]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἁλι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ραίστης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ραίω]] «[[καταστρέφω]], [[συντρίβω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (ῥαίω) ravening in the sea, δράκων Nic.Th.828.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
que asola el mar δράκων Nic.Th.828.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιρραίστης: ὁ, (ῥαίω) ὁ ὡς μαινόμενος διασχίζων τὴν θάλασσαν ὁ καταστρεπτικός, δράκων, Νικ. Θ. 828.
Greek Monolingual
ἁλιρραίστης, ο (Α)
αυτός που κάνει καταστροφές μέσα στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι- + -ραίστης < ραίω «καταστρέφω, συντρίβω»].