ἐκβλητικός: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)kblhtiko/s
|Beta Code=e)kblhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[serviceable for expelling]], τοξευμάτων <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>612a5</span>; βελῶν <span class="bibl">Antig.<span class="title">Mir.</span>30</span>.
|Definition=ή, όν, [[serviceable for expelling]], τοξευμάτων <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>612a5</span>; βελῶν <span class="bibl">Antig.<span class="title">Mir.</span>30</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que tiene la propiedad de expeler]], [[expulsivo]] c. gen. (τὸ [[δίκταμνον]]) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.<i>HA</i> 612<sup>a</sup>5, cf. Antig.<i>Mir</i>.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.
|lstext='''ἐκβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que tiene la propiedad de expeler]], [[expulsivo]] c. gen. (τὸ [[δίκταμνον]]) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.<i>HA</i> 612<sup>a</sup>5, cf. Antig.<i>Mir</i>.30.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβλητικός Medium diacritics: ἐκβλητικός Low diacritics: εκβλητικός Capitals: ΕΚΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekblētikós Transliteration B: ekblētikos Transliteration C: ekvlitikos Beta Code: e)kblhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, serviceable for expelling, τοξευμάτων Arist.HA612a5; βελῶν Antig.Mir.30.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que tiene la propiedad de expeler, expulsivo c. gen. (τὸ δίκταμνον) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.HA 612a5, cf. Antig.Mir.30.

German (Pape)

[Seite 754] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβλητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκβλητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την ιδιότητα, τη δύναμη ή τον προορισμό να εκβάλλει κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβλητικός: способный удалять (τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.).