ἐμμήνιος: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)mmh/nios | |Beta Code=e)mmh/nios | ||
|Definition=ον, [[monthly]]: [[τὰ ἐμμήνια]] = the [[menses]] of [[women]], Hp.Nat.Mul.7; ἕως ἂν ἐμμηνίῳ γυναικῶν αἵματι καὶ οὔρῳ διαλύσωσιν αὐτήν = till they set it loose with the menstrual blood of women, and with urine J.BJ 4.8.4 | |Definition=ον, [[monthly]]: [[τὰ ἐμμήνια]] = the [[menses]] of [[women]], Hp.Nat.Mul.7; ἕως ἂν ἐμμηνίῳ γυναικῶν αἵματι καὶ οὔρῳ διαλύσωσιν αὐτήν = till they set it loose with the menstrual blood of women, and with urine J.BJ 4.8.4 | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[menstrual]] γυναικῶν [[αἷμα]] I.<i>BI</i> 4.480<br /><b class="num">•</b>medic., subst. [[τὰ ἐμμήνια]] = [[menstruación]], [[menstruo]] ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.<i>Mul</i>.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων [[κάθαρσις]] Gal.19.454, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.21.4.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμμήνιος''': -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· [[τὰ ἐμμήνια]], τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ. | |lstext='''ἐμμήνιος''': -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· [[τὰ ἐμμήνια]], τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμμήνιος]], -ον (Α)<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐμμήνια</i><br />η [[έμμηνος]] [[ρύση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[κάθε]] [[μήνα]]. | |mltxt=[[ἐμμήνιος]], -ον (Α)<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐμμήνια</i><br />η [[έμμηνος]] [[ρύση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[κάθε]] [[μήνα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, monthly: τὰ ἐμμήνια = the menses of women, Hp.Nat.Mul.7; ἕως ἂν ἐμμηνίῳ γυναικῶν αἵματι καὶ οὔρῳ διαλύσωσιν αὐτήν = till they set it loose with the menstrual blood of women, and with urine J.BJ 4.8.4
Spanish (DGE)
-ον
menstrual γυναικῶν αἷμα I.BI 4.480
•medic., subst. τὰ ἐμμήνια = menstruación, menstruo ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.Mul.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων κάθαρσις Gal.19.454, cf. Epiph.Const.Haer.21.4.1.
German (Pape)
[Seite 808] monatlich; τὰ ἐμμ., monatliche Reinigung der Frauen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμήνιος: -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· τὰ ἐμμήνια, τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.
Greek Monolingual
ἐμμήνιος, -ον (Α)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμμήνια
η έμμηνος ρύση
αρχ.
αυτός που γίνεται κάθε μήνα.