ἐνδεσμεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ndesmeu/w
|Beta Code=e)ndesmeu/w
|Definition=[[bind to]] or [[in]], τινὰς εἰς καταπέλτας <span class="bibl">D.S.20.71</span>:—Pass., Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.146; τῇ Χέρσῳ <span class="bibl">D.S.3.40</span>.
|Definition=[[bind to]] or [[in]], τινὰς εἰς καταπέλτας <span class="bibl">D.S.20.71</span>:—Pass., Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.146; τῇ Χέρσῳ <span class="bibl">D.S.3.40</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[atar]], [[sujetar]] τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσε D.S.20.71.<br /><b class="num">2</b> [[envolver]] τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳ Dsc.<i>Eup</i>.1.167.1, αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτην Gal.14.444, en v. pas. ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδι Dsc.<i>Eup</i>.1.146.<br /><b class="num">3</b> [[encerrar]], [[aprisionar]] en v. pas. ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ D.S.3.40, εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματα Iust.Phil.<i>Dial</i>.4.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδεσμεύω''': [[ἐνδέω]], δένω εἴς τι, τό [[σκάφος]]... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ Διόδ. 30. 40· τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων κατετόξευεν ὁ αὐτ. 20. 71· -«ἐνδούμενοι· ἐνδεσμεύοντες» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐνδεσμεύω''': [[ἐνδέω]], δένω εἴς τι, τό [[σκάφος]]... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ Διόδ. 30. 40· τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων κατετόξευεν ὁ αὐτ. 20. 71· -«ἐνδούμενοι· ἐνδεσμεύοντες» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[atar]], [[sujetar]] τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσε D.S.20.71.<br /><b class="num">2</b> [[envolver]] τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳ Dsc.<i>Eup</i>.1.167.1, αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτην Gal.14.444, en v. pas. ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδι Dsc.<i>Eup</i>.1.146.<br /><b class="num">3</b> [[encerrar]], [[aprisionar]] en v. pas. ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ D.S.3.40, εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματα Iust.Phil.<i>Dial</i>.4.6.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδεσμεύω Medium diacritics: ἐνδεσμεύω Low diacritics: ενδεσμεύω Capitals: ΕΝΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: endesmeúō Transliteration B: endesmeuō Transliteration C: endesmeyo Beta Code: e)ndesmeu/w

English (LSJ)

bind to or in, τινὰς εἰς καταπέλτας D.S.20.71:—Pass., Dsc.Eup.1.146; τῇ Χέρσῳ D.S.3.40.

Spanish (DGE)

1 atar, sujetar τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσε D.S.20.71.
2 envolver τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳ Dsc.Eup.1.167.1, αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτην Gal.14.444, en v. pas. ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδι Dsc.Eup.1.146.
3 encerrar, aprisionar en v. pas. ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ D.S.3.40, εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματα Iust.Phil.Dial.4.6.

German (Pape)

[Seite 832] anbinden, D. Sic. 3, 40. 20, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδεσμεύω: ἐνδέω, δένω εἴς τι, τό σκάφος... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ Διόδ. 30. 40· τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων κατετόξευεν ὁ αὐτ. 20. 71· -«ἐνδούμενοι· ἐνδεσμεύοντες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐνδεσμεύω (Α)
προσδένω σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδεσμεύω: привязывать, прикреплять (τινί и εἴς τι Diod.).