ἑξαπτέρυγος: Difference between revisions
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e(capte/rugos | |Beta Code=e(capte/rugos | ||
|Definition=ον, [[six-winged]], Gloss. | |Definition=ον, [[six-winged]], Gloss. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[dotado de seis alas]] de ángeles, esp. de querubines y serafines, Clem.Al.<i>Strom</i>.5.6.35, Origenes <i>Princ</i>.1.3.4, <i>Const.App</i>.7.35.3, tb. llamados ἑξαπτέρυγα ζῷα <i>PRain.Christ</i>.2.38.3 (VII d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἑξαπτέρυγα Rom.Mel.29.ζʹ.8, <i>Sibyll.Tib</i>.44.<br /><b class="num">2</b> [[provisto de seis brazos]] λαμπάδες Leont.Const.<i>Hom</i>.3.94. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑξαπτέρῠγος''': -ον, ἔχων ἓξ πτέρυγας, τὰ χρυσᾶ ἐκεῖνα ἀγάλματα, ἑξαπτέρυγον ἑκάτερον αὐτῶν Κλήμ. Ἀλ. 667, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 52Α, ἐπὶ τῶν Σεραφίμ. | |lstext='''ἑξαπτέρῠγος''': -ον, ἔχων ἓξ πτέρυγας, τὰ χρυσᾶ ἐκεῖνα ἀγάλματα, ἑξαπτέρυγον ἑκάτερον αὐτῶν Κλήμ. Ἀλ. 667, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 52Α, ἐπὶ τῶν Σεραφίμ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξαπτέρυγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πτέρυγες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εξαπτέρυγα</i> και (<i>ε</i>)[[ξαφτέρουγα]] και <i>ξεφτέρια</i><br />α) απεικονίσεις τών [[Σεραφείμ]] με τις έξι φτερούγες [[πάνω]] σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται στις θρησκευτικές τελετές [[πάνω]] σε κοντάρια, τα ιερά λάβαρα<br />β) οι εξαπτέρυγοι άγγελοι [[Σεραφείμ]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξαπτέρυγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πτέρυγες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εξαπτέρυγα</i> και (<i>ε</i>)[[ξαφτέρουγα]] και <i>ξεφτέρια</i><br />α) απεικονίσεις τών [[Σεραφείμ]] με τις έξι φτερούγες [[πάνω]] σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται στις θρησκευτικές τελετές [[πάνω]] σε κοντάρια, τα ιερά λάβαρα<br />β) οι εξαπτέρυγοι άγγελοι [[Σεραφείμ]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, six-winged, Gloss.
Spanish (DGE)
-ον
1 dotado de seis alas de ángeles, esp. de querubines y serafines, Clem.Al.Strom.5.6.35, Origenes Princ.1.3.4, Const.App.7.35.3, tb. llamados ἑξαπτέρυγα ζῷα PRain.Christ.2.38.3 (VII d.C.)
•neutr. plu. subst. τὰ ἑξαπτέρυγα Rom.Mel.29.ζʹ.8, Sibyll.Tib.44.
2 provisto de seis brazos λαμπάδες Leont.Const.Hom.3.94.
German (Pape)
[Seite 871] mit sechs Flügeln, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξαπτέρῠγος: -ον, ἔχων ἓξ πτέρυγας, τὰ χρυσᾶ ἐκεῖνα ἀγάλματα, ἑξαπτέρυγον ἑκάτερον αὐτῶν Κλήμ. Ἀλ. 667, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 52Α, ἐπὶ τῶν Σεραφίμ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξαπτέρυγος, -ον)
1. αυτός που έχει έξι πτέρυγες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εξαπτέρυγα και (ε)ξαφτέρουγα και ξεφτέρια
α) απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται στις θρησκευτικές τελετές πάνω σε κοντάρια, τα ιερά λάβαρα
β) οι εξαπτέρυγοι άγγελοι Σεραφείμ.