Ναυπλία: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*naupli/a | |Beta Code=*naupli/a | ||
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="title">Nauplia</span> in Argolis, <span class="bibl">Hdt.6.76</span>, etc.; Ναυπλιεύς, έως, ὁ, [[a Nauplian]], <span class="bibl">Str.8.6.14</span>:—Adj. Ναύπλιος, α, ον, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> 369</span>; or ναυπηγ-ίειος, ib.<span class="bibl">54</span>. | |Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="title">Nauplia</span> in Argolis, <span class="bibl">Hdt.6.76</span>, etc.; Ναυπλιεύς, έως, ὁ, [[a Nauplian]], <span class="bibl">Str.8.6.14</span>:—Adj. Ναύπλιος, α, ον, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> 369</span>; or ναυπηγ-ίειος, ib.<span class="bibl">54</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />Nauplie, <i>port sur le golfe d'Argolide</i>. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ναυπλία''': ἡ, [[πόλις]] ἐν Ἀργολίδι, «Ναύπλιον», Ἡρόδ., κλ.· Ναυπλιεύς, έως, ὁ, [[κάτοικος]] Ναυπλίας, Στράβ. 374· ― ἐπίθ. Ναύπλιος, α, ον, Εὐρ. Ὀρ. 369· ἢ -ίειος, [[αὐτόθι]] 54. | |lstext='''Ναυπλία''': ἡ, [[πόλις]] ἐν Ἀργολίδι, «Ναύπλιον», Ἡρόδ., κλ.· Ναυπλιεύς, έως, ὁ, [[κάτοικος]] Ναυπλίας, Στράβ. 374· ― ἐπίθ. Ναύπλιος, α, ον, Εὐρ. Ὀρ. 369· ἢ -ίειος, [[αὐτόθι]] 54. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:00, 1 October 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, Nauplia in Argolis, Hdt.6.76, etc.; Ναυπλιεύς, έως, ὁ, a Nauplian, Str.8.6.14:—Adj. Ναύπλιος, α, ον, E.Or. 369; or ναυπηγ-ίειος, ib.54.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Nauplie, port sur le golfe d'Argolide.
Greek (Liddell-Scott)
Ναυπλία: ἡ, πόλις ἐν Ἀργολίδι, «Ναύπλιον», Ἡρόδ., κλ.· Ναυπλιεύς, έως, ὁ, κάτοικος Ναυπλίας, Στράβ. 374· ― ἐπίθ. Ναύπλιος, α, ον, Εὐρ. Ὀρ. 369· ἢ -ίειος, αὐτόθι 54.
Greek Monotonic
Ναυπλία: ἡ, η πόλη Ναυπλία στην Αργολίδα, το Ναύπλιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Ναυπλιεύς, -έως, ὁ, κάτοικος του Ναυπλίου, σε Στράβ.· επίθ., Ναύπλιος ή -ίειος, -α, -ον, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Ναυπλία: ион. Ναυπλίη ἡ Навплия (портовый город в Арголидском заливе) Her. etc.