βαφεύς: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] ὁ, der Färber, Diphil. bei Harpocr.; Plat. Rep. IV, 429 d; von Möris als unattisch neben [[δευσοποιός]] verworfen, Plut. Num. 17 u. öfter; Nicarch. 9 (XI, 389). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] ὁ, der Färber, Diphil. bei Harpocr.; Plat. Rep. IV, 429 d; von Möris als unattisch neben [[δευσοποιός]] verworfen, Plut. Num. 17 u. öfter; Nicarch. 9 (XI, 389). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />teinturier.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[βάπτω]]) ὁ βάπτων ἐνδύματα κττ., Πλάτ. Πολ. 429D, Δίφιλ. Συντρ. 1, κτλ.· οἱ βαφεῖς φαίνεται ὅτι εἶχον σύνδεσμον ἐν Θυατείροις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3496-8, πρβλ. Πράξ. Ἀπ. ιϚ΄, 14, καὶ ἴδε Βοίκχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3480. | |lstext='''βᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[βάπτω]]) ὁ βάπτων ἐνδύματα κττ., Πλάτ. Πολ. 429D, Δίφιλ. Συντρ. 1, κτλ.· οἱ βαφεῖς φαίνεται ὅτι εἶχον σύνδεσμον ἐν Θυατείροις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3496-8, πρβλ. Πράξ. Ἀπ. ιϚ΄, 14, καὶ ἴδε Βοίκχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3480. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 1 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, (βάπτω) A a dyer, Pl.R.429d, Diph.72, Plu. Per.12, etc.; the βαφεῖς formed a guild at Thyatira, IGRom.4.1265; also in the νομὸς Ἀρσινοΐτης, PTeb.287.3 (ii A.D.). II gilder, Zos.Alch.p.154B.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Morfología: [plu. nom. βαφῆς Pl.R.429d]
1 tintorero Pl.l.c., Diph.72, PCair.Zen.326bis.22 (III a.C.), PMich.Teb.123re.6.16 (I d.C.), TAM 5.945 (Tiatira II d.C.), PTeb.287.3 (II d.C.), POxy.3300.19 (III d.C.), Lib.Or.18.191, glos. offector, Gloss.3.130, infector tinctor, Gloss.2.256
•peluquero que tiñe el pelo, AP 11.398 (Nicarch.).
2 dorador βαφεῖς χρυσοῦ Plu.Per.12, cf. Zos.Alch.154.19.
German (Pape)
[Seite 440] ὁ, der Färber, Diphil. bei Harpocr.; Plat. Rep. IV, 429 d; von Möris als unattisch neben δευσοποιός verworfen, Plut. Num. 17 u. öfter; Nicarch. 9 (XI, 389).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
teinturier.
Étymologie: βάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰφεύς: έως, ὁ, (βάπτω) ὁ βάπτων ἐνδύματα κττ., Πλάτ. Πολ. 429D, Δίφιλ. Συντρ. 1, κτλ.· οἱ βαφεῖς φαίνεται ὅτι εἶχον σύνδεσμον ἐν Θυατείροις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3496-8, πρβλ. Πράξ. Ἀπ. ιϚ΄, 14, καὶ ἴδε Βοίκχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3480.
Greek Monolingual
ο
βλ. βαφιάς.
Russian (Dvoretsky)
βᾰφεύς: έως ὁ красильщик Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαφεύς -έως, ὁ βάπτω verver; spec.. β. χρυσοῦ vergulder Plut. Per. 12.6.