δυσέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu überführen, Luc. Pisc. 17; compar., schwer zu widerlegen, Strab. I, 2, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] schwer zu überführen, Luc. Pisc. 17; compar., schwer zu widerlegen, Strab. I, 2, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à convaincre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐλέγχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέλεγκτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17.
|lstext='''δυσέλεγκτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à convaincre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐλέγχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:42, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέλεγκτος Medium diacritics: δυσέλεγκτος Low diacritics: δυσέλεγκτος Capitals: ΔΥΣΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: dysélenktos Transliteration B: dyselenktos Transliteration C: dyselegktos Beta Code: duse/legktos

English (LSJ)

ον, hard to refute, of persons or arguments, Str.1.2.1 (Comp.), 11.6.4, Luc.Pisc.17.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de refutar de pers. Str.1.2.1, ἀλάζονες ἄνθρωποι καὶ δυσέλεγκτοι Luc.Pisc.17, οἰόμενοι δυσέλεγκτοι κατὰ τὸν λόγον Alex.Aphr.in Metaph.320.15, τὸ δὲ πόρρω δ. la lejanía dificulta la refutación Str.11.6.4, ὁ λόγος Dam.in Phd.174, Ammon.in Int.252.2
subst. τὸ δ. dificultad de ser refutado (λόγοι) ὅσοι ... οὐδὲ τὸ δριμὺ καὶ δ. ἔχουσιν Phlp.in Ph.59.6.
2 difícil de vencer, invencible neutr. subst. τὸ δ. dificultad de vencer, invencibilidad τοῦ σκότους Const.Or.S.C.1.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu überführen, Luc. Pisc. 17; compar., schwer zu widerlegen, Strab. I, 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à convaincre.
Étymologie: δυσ-, ἐλέγχω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέλεγκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17.

Greek Monolingual

δυσέλεγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται
2. το ουδ. ως ουσ. το δυσέλεγκτον
η ιδιότητα του δυσερεύνητου.

Greek Monotonic

δυσέλεγκτος: -ον (ἐλέγχω), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, δυσεξέλεγκτος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσέλεγκτος: с трудом поддающийся убеждению (ἀλαζὼν καὶ δ. Luc.).

Middle Liddell

δυσ-έλεγκτος, ον ἐλέγχω
hard to refute, Luc.