θεατέος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(4)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θεάομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεᾱτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[θεάομαι]], ὃν πρέπει τις νὰ ἴδῃ, Πλάτ. Φαίδωνι 66D. ΙΙ. θεατέον, πρέπει νὰ ἴδῃ τις, ὁ αὐτ. Πολ. 390D.
|lstext='''θεᾱτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[θεάομαι]], ὃν πρέπει τις νὰ ἴδῃ, Πλάτ. Φαίδωνι 66D. ΙΙ. θεατέον, πρέπει νὰ ἴδῃ τις, ὁ αὐτ. Πολ. 390D.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θεάομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεᾱτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[θεάομαι]], αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θεατέον]], αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ.
|lsmtext='''θεᾱτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[θεάομαι]], αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θεατέον]], αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θεᾱτέος, η, ον verb. adj. of [[θεάομαι]],]<br /><b class="num">I.</b> to be [[seen]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[θεατέον]], one must see, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de θεάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θεάομαι, ὃν πρέπει τις νὰ ἴδῃ, Πλάτ. Φαίδωνι 66D. ΙΙ. θεατέον, πρέπει νὰ ἴδῃ τις, ὁ αὐτ. Πολ. 390D.

Greek Monotonic

θεᾱτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του θεάομαι, αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.
II. θεατέον, αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ.

Middle Liddell

θεᾱτέος, η, ον verb. adj. of θεάομαι,]
I. to be seen, Plat.
II. θεατέον, one must see, Plat.