Αὐτοθαΐς: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
(1b)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ΐδος (ἡ) :<br />Thaïs en personne.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[Θαΐς]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Αὐτοθαΐς''': ἡ, αὐτὴ ἡ Θαΐς, [[ἀπαράλλακτος]], Λουκ. Ρητόρ. δίδ. 12.
|lstext='''Αὐτοθαΐς''': ἡ, αὐτὴ ἡ Θαΐς, [[ἀπαράλλακτος]], Λουκ. Ρητόρ. δίδ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ΐδος (ἡ) :<br />Thaïs en personne.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[Θαΐς]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 19:05, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
Thaïs en personne.
Étymologie: αὐτός, Θαΐς.

Greek (Liddell-Scott)

Αὐτοθαΐς: ἡ, αὐτὴ ἡ Θαΐς, ἀπαράλλακτος, Λουκ. Ρητόρ. δίδ. 12.

Spanish (DGE)

-ΐδος, ἡ Tais en persona Luc.Rh.Pr.12.

Greek Monotonic

Αὐτοθαΐς: ἡ, η ίδια η Θαΐς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

Αὐτοθαΐς: ΐδος (θᾱ) ἡ сама Таида Luc.