δείδεκτο: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[δειδίσκομαι]]. | |dgtxt=v. [[δειδίσκομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de</i> [[δείκνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δείδεκτο''': δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. [[δείκνυμι]]. | |lstext='''δείδεκτο''': δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. [[δείκνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 19:20, 1 October 2022
English (LSJ)
δειδέχαται, δειδέχατο, v. δειδίσκομαι;
Spanish (DGE)
v. δειδίσκομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de δείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.
English (Autenrieth)
see δείκνῦμι.
Greek Monotonic
δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.
Russian (Dvoretsky)
δείδεκτο: эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к δείκνυμι.