Καλλιστώ: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(1ab) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Callistô, <i>fille de Lycaon, changée en ourse par Héra</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κάλλιστος]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Καλλιστώ''': -οῦς, ἡ, [[θυγάτηρ]] τοῦ Λυκάονος, Εὐρ. Ἑλ. 375 (ἐν τῇ κλητ. Καλλιστοῖ), μεταβληθεῖσα εἰς ἄρκτον, Παυσ. 1. 25, 1, κτλ.· καὶ σχετιζομένη πρὸς τὸ ἀστερισμὸν τῆς Ἄρκτου, Ἡσ. παρ’ Ὑγίνῳ ἐν Ποιητ. Ἀστρ. 2. 1, Οὐεργίλ. Γεωργ. 1. 138, κτλ.· εὕρηται ἀείποτε ἐν σχέσει [[μετὰ]] τῆς Ἀρτέμιδος, καὶ ὁ [[τάφος]] αὐτῆς ἦτο παρὰ τὸν ναὸν τῆς Ἀρτέμιδος Καλλίστης, Παυσ. 8. 35, 8· πρβλ. καλὸς Ι. 2, καὶ ἴδε Müller Proleg. Mythol. σ. 75· ὁ Αἰσχύλ. ἔγραψε [[δρᾶμα]] καλούμενον [[Καλλιστώ]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[Καλλιστώ]]· γυναικεία θεὸς ἐρωτική, διὰ τὸ [[κάλλος]] κληθεῖσα οὕτω». | |lstext='''Καλλιστώ''': -οῦς, ἡ, [[θυγάτηρ]] τοῦ Λυκάονος, Εὐρ. Ἑλ. 375 (ἐν τῇ κλητ. Καλλιστοῖ), μεταβληθεῖσα εἰς ἄρκτον, Παυσ. 1. 25, 1, κτλ.· καὶ σχετιζομένη πρὸς τὸ ἀστερισμὸν τῆς Ἄρκτου, Ἡσ. παρ’ Ὑγίνῳ ἐν Ποιητ. Ἀστρ. 2. 1, Οὐεργίλ. Γεωργ. 1. 138, κτλ.· εὕρηται ἀείποτε ἐν σχέσει [[μετὰ]] τῆς Ἀρτέμιδος, καὶ ὁ [[τάφος]] αὐτῆς ἦτο παρὰ τὸν ναὸν τῆς Ἀρτέμιδος Καλλίστης, Παυσ. 8. 35, 8· πρβλ. καλὸς Ι. 2, καὶ ἴδε Müller Proleg. Mythol. σ. 75· ὁ Αἰσχύλ. ἔγραψε [[δρᾶμα]] καλούμενον [[Καλλιστώ]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[Καλλιστώ]]· γυναικεία θεὸς ἐρωτική, διὰ τὸ [[κάλλος]] κληθεῖσα οὕτω». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:20, 1 October 2022
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Callistô, fille de Lycaon, changée en ourse par Héra.
Étymologie: κάλλιστος.
Greek (Liddell-Scott)
Καλλιστώ: -οῦς, ἡ, θυγάτηρ τοῦ Λυκάονος, Εὐρ. Ἑλ. 375 (ἐν τῇ κλητ. Καλλιστοῖ), μεταβληθεῖσα εἰς ἄρκτον, Παυσ. 1. 25, 1, κτλ.· καὶ σχετιζομένη πρὸς τὸ ἀστερισμὸν τῆς Ἄρκτου, Ἡσ. παρ’ Ὑγίνῳ ἐν Ποιητ. Ἀστρ. 2. 1, Οὐεργίλ. Γεωργ. 1. 138, κτλ.· εὕρηται ἀείποτε ἐν σχέσει μετὰ τῆς Ἀρτέμιδος, καὶ ὁ τάφος αὐτῆς ἦτο παρὰ τὸν ναὸν τῆς Ἀρτέμιδος Καλλίστης, Παυσ. 8. 35, 8· πρβλ. καλὸς Ι. 2, καὶ ἴδε Müller Proleg. Mythol. σ. 75· ὁ Αἰσχύλ. ἔγραψε δρᾶμα καλούμενον Καλλιστώ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καλλιστώ· γυναικεία θεὸς ἐρωτική, διὰ τὸ κάλλος κληθεῖσα οὕτω».
Greek Monotonic
Καλλιστώ: -οῦς, ἡ, η πιο όμορφη κόρη του Λυκάονα, σε Ευρ., στην κλητ. Καλλιστοῖ.
Russian (Dvoretsky)
Καλλιστώ: οῦς ἡ Каллисто (дочь Ликаона, аркадская нимфа, возлюбленная Зевса, превращенная в медведицу и убитая Артемидой) Hes., Eur.
Middle Liddell
most-beautiful, daughter of Lycaon, Eur. [in voc. Καλλιστοῖ.]