καταδακτυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1344.png Seite 1344]] mit dem Finger berühren, in obscönem Sinne, von Knabenschändern, nach Phryn. in B. A. 48, 23 u. Moeris hellenistisch für das attische [[σκιμαλίζω]]; vgl. Hesych. σιφνιάζειν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1344.png Seite 1344]] mit dem Finger berühren, in obscönem Sinne, von Knabenschändern, nach Phryn. in B. A. 48, 23 u. Moeris hellenistisch für das attische [[σκιμαλίζω]]; vgl. Hesych. σιφνιάζειν.
}}
{{bailly
|btext=τὸ [[ἀσελγῶς]] [[τῷ]] δακτύλῳ τῆς [[τοῦ]] [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δάκτυλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδακτῠλίζω''': «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν,, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. [[σκιμαλίζω]].
|lstext='''καταδακτῠλίζω''': «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν,, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. [[σκιμαλίζω]].
}}
{{bailly
|btext=τὸ [[ἀσελγῶς]] [[τῷ]] δακτύλῳ τῆς [[τοῦ]] [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δάκτυλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταδακτυλίζω]] (Α)<br />(για παιδεραστές) [[βάζω]] το μεσαίο [[δάχτυλο]] στον πρωκτό κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δακτυλίζω]] «[[δακτυλοδεικτώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]])].
|mltxt=[[καταδακτυλίζω]] (Α)<br />(για παιδεραστές) [[βάζω]] το μεσαίο [[δάχτυλο]] στον πρωκτό κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δακτυλίζω]] «[[δακτυλοδεικτώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]])].
}}
}}

Revision as of 21:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδακτῠλίζω Medium diacritics: καταδακτυλίζω Low diacritics: καταδακτυλίζω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΚΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: katadaktylízō Transliteration B: katadaktylizō Transliteration C: katadaktylizo Beta Code: katadaktuli/zw

English (LSJ)

feel with the finger, sens. obsc., Phryn.PSp.83 B., Sch.Ar.Pax548.

German (Pape)

[Seite 1344] mit dem Finger berühren, in obscönem Sinne, von Knabenschändern, nach Phryn. in B. A. 48, 23 u. Moeris hellenistisch für das attische σκιμαλίζω; vgl. Hesych. σιφνιάζειν.

French (Bailly abrégé)

τὸ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπτεσθαι.
Étymologie: κατά, δάκτυλος.

Greek (Liddell-Scott)

καταδακτῠλίζω: «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν,, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. σκιμαλίζω.

Greek Monolingual

καταδακτυλίζω (Α)
(για παιδεραστές) βάζω το μεσαίο δάχτυλο στον πρωκτό κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δακτυλίζω «δακτυλοδεικτώ» (< δάκτυλος)].