καταχρώζω: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
(1ab)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[καταχρώννυμι]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρῴζω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχρώζω''': τῷ ἑπομένῳ.
|lstext='''καταχρώζω''': τῷ ἑπομένῳ.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[καταχρώννυμι]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρῴζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:45, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

c. καταχρώννυμι.
Étymologie: κατά, χρῴζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρώζω: τῷ ἑπομένῳ.

Greek Monolingual

καταχρώζω (AM)
άλλος τ. του καταχρώννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώζω «χρωματίζω»].

Greek Monotonic

καταχρώζω: ή χρώννῠμι, μέλ. -χρώσω, χρωματίζω — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

or -χρώννῢμι fut. -χρώσω
to colour:— Pass. to be stained, Eur.