ἀμφιδύω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0138.png Seite 138]] anziehen; ἀμφιδύσεται χροῒ [[πέπλον]] Soph. Tr. 602, wird sich um den Leib anlegen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0138.png Seite 138]] anziehen; ἀμφιδύσεται χροῒ [[πέπλον]] Soph. Tr. 602, wird sich um den Leib anlegen.
}}
{{bailly
|btext=vêtir : [[τί]] τινι qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιδύω''': περιενδύω, [[περιβάλλω]], τινί τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1053: - Μέσ., [[περιβάλλω]] ἐμαυτόν, ἐνδύομαι, ἀμφιδύσεται χροΐ [πέπλον] Σοφ. Τρ. 605.
|lstext='''ἀμφιδύω''': περιενδύω, [[περιβάλλω]], τινί τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1053: - Μέσ., [[περιβάλλω]] ἐμαυτόν, ἐνδύομαι, ἀμφιδύσεται χροΐ [πέπλον] Σοφ. Τρ. 605.
}}
{{bailly
|btext=vêtir : [[τί]] τινι qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιδύω Medium diacritics: ἀμφιδύω Low diacritics: αμφιδύω Capitals: ΑΜΦΙΔΥΩ
Transliteration A: amphidýō Transliteration B: amphidyō Transliteration C: amfidyo Beta Code: a)mfidu/w

English (LSJ)

put on, τινί τι Sch.Ar. Th.1053:—Med., put on oneself, ἀμφιδύσεται χροΐ[πέπλον] S.Tr.605.

Spanish (DGE)

1 poner, vestir con c. ac. κροκωτὸν ἀμφέδυσεν Sch.Ar.Th.1044, cf. ἀμφιδύς· τὸ ἐνδύς EM 1176.
2 v. med. ponerse, vestirse (πέπλον) ἀμφιδύσεται χροΐ S.Tr.605.

German (Pape)

[Seite 138] anziehen; ἀμφιδύσεται χροῒ πέπλον Soph. Tr. 602, wird sich um den Leib anlegen.

French (Bailly abrégé)

vêtir : τί τινι qqn de qch.
Étymologie: ἀμφί, δύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδύω: περιενδύω, περιβάλλω, τινί τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1053: - Μέσ., περιβάλλω ἐμαυτόν, ἐνδύομαι, ἀμφιδύσεται χροΐ [πέπλον] Σοφ. Τρ. 605.

Greek Monolingual

ἀμφιδύω (ΑΜ) δύω
μσν.
ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τον ντύνω
αρχ.
μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»].

Greek Monotonic

ἀμφιδύω: περιντύνω — Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, σε Σοφ.

Middle Liddell


to put on another:—Mid. to put on oneself, Soph.