ἀποκαύλισις: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0306.png Seite 306]] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0306.png Seite 306]] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de briser net comme à la tige.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκαυλίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκαύλισις''': -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ [[μέσον]], ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1. | |lstext='''ἀποκαύλισις''': -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ [[μέσον]], ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:40, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, breaking off by the stalk: snapping, πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ rotura πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
German (Pape)
[Seite 306] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de briser net comme à la tige.
Étymologie: ἀποκαυλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ μέσον, ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1.
Greek Monotonic
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, αποκοπή στελέχους, σμίκρυνση, απόσπαση, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκαύλισις: εως ἡ отламывание, поломка (πηδαλίων Luc.).
Middle Liddell
[from ἀποκαυλίζω
a breaking short off, snapping, Luc.