ἐπισυλλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)pisullamba/nw
|Beta Code=e)pisullamba/nw
|Definition== [[ἐπικυΐσκομαι]], <span class="bibl">Orib.22.7.2</span>, <span class="bibl">Sor.1.23</span>.
|Definition== [[ἐπικυΐσκομαι]], <span class="bibl">Orib.22.7.2</span>, <span class="bibl">Sor.1.23</span>.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισυλλαμβάνω''': ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― [[ἐπισύλληψις]], εως, ἡ, = [[ἐπικύησις]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.
|lstext='''ἐπισυλλαμβάνω''': ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― [[ἐπισύλληψις]], εως, ἡ, = [[ἐπικύησις]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυλλαμβάνω Medium diacritics: ἐπισυλλαμβάνω Low diacritics: επισυλλαμβάνω Capitals: ΕΠΙΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: episyllambánō Transliteration B: episyllambanō Transliteration C: episyllamvano Beta Code: e)pisullamba/nw

English (LSJ)

= ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.

French (Bailly abrégé)

c. ἐπικυΐσκομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.

Greek Monolingual

ἐπισυλλαμβάνω (Α)
συλλαμβάνω έμβρυο ενώ είμαι ήδη έγκυος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυλλαμβάνω: Arst. = ἐπικυΐσκομαι.