ἕστηκα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e(/sthka
|Beta Code=e(/sthka
|Definition=ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. [[ἵστημι]].
|Definition=ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. [[ἵστημι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. de</i> [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕστηκα''': ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε [[ἵστημι]].
|lstext='''ἕστηκα''': ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε [[ἵστημι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. de</i> [[ἵστημι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστηκα Medium diacritics: ἕστηκα Low diacritics: έστηκα Capitals: ΕΣΤΗΚΑ
Transliteration A: héstēka Transliteration B: hestēka Transliteration C: estika Beta Code: e(/sthka

English (LSJ)

ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. ἵστημι.

French (Bailly abrégé)

pf. de ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕστηκα: ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε ἵστημι.

Greek Monotonic

ἕστηκα: -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του ἵστημι· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.

Russian (Dvoretsky)

ἕστηκα: pf. к ἵστημι.