ἕστηκα: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e(/sthka | |Beta Code=e(/sthka | ||
|Definition=ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. [[ἵστημι]]. | |Definition=ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. [[ἵστημι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf. de</i> [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕστηκα''': ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε [[ἵστημι]]. | |lstext='''ἕστηκα''': ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε [[ἵστημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. ἵστημι.
French (Bailly abrégé)
pf. de ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕστηκα: ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε ἵστημι.
Greek Monotonic
ἕστηκα: -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του ἵστημι· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.
Russian (Dvoretsky)
ἕστηκα: pf. к ἵστημι.