ὅκα: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] poet. [[ὅκκα]], dor. = ὅτε, vgl. [[πόκα]] u. [[τόκα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] poet. [[ὅκκα]], dor. = ὅτε, vgl. [[πόκα]] u. [[τόκα]].
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[ὅτε]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅκᾰ''': Δωρ. ἀντὶ ὅτε, ὡς τὰ [[πόκα]], [[τόκα]] ἀντὶ [[πότε]], [[τότε]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1251, κτλ.· ὅκκᾰ, Μεγαρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, πρβλ. Θεόκρ. 1. 66, 87., 4. 21· - παρὰ Θεοκρ. 8. 68., 11. 22, [[ἔνθα]] ὅκκᾱ, ὁ Meineke προτείνει ὅκκαν, ὡς ἐν Θεαγ. Πυθαγορ. παρὰ Στοβ. σ. 8. 40.
|lstext='''ὅκᾰ''': Δωρ. ἀντὶ ὅτε, ὡς τὰ [[πόκα]], [[τόκα]] ἀντὶ [[πότε]], [[τότε]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1251, κτλ.· ὅκκᾰ, Μεγαρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, πρβλ. Θεόκρ. 1. 66, 87., 4. 21· - παρὰ Θεοκρ. 8. 68., 11. 22, [[ἔνθα]] ὅκκᾱ, ὁ Meineke προτείνει ὅκκαν, ὡς ἐν Θεαγ. Πυθαγορ. παρὰ Στοβ. σ. 8. 40.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[ὅτε]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅκᾰ Medium diacritics: ὅκα Low diacritics: όκα Capitals: ΟΚΑ
Transliteration A: hóka Transliteration B: hoka Transliteration C: oka Beta Code: o(/ka

English (LSJ)

Dor. for ὅτε, Ar.Lys.1251, SIG1 (Abu Simbel, vi B. C.), 241.145 (Delph.), Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene), Theoc.1.66; ἔστ' ὅκα· ἐνίοτε παρὰ Ταραντίνοις, Hsch. :—also ὅκκᾰ (q.v.).

German (Pape)

[Seite 315] poet. ὅκκα, dor. = ὅτε, vgl. πόκα u. τόκα.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ὅτε.

Greek (Liddell-Scott)

ὅκᾰ: Δωρ. ἀντὶ ὅτε, ὡς τὰ πόκα, τόκα ἀντὶ πότε, τότε, Ἀριστοφ. Λυσ. 1251, κτλ.· ὅκκᾰ, Μεγαρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, πρβλ. Θεόκρ. 1. 66, 87., 4. 21· - παρὰ Θεοκρ. 8. 68., 11. 22, ἔνθα ὅκκᾱ, ὁ Meineke προτείνει ὅκκαν, ὡς ἐν Θεαγ. Πυθαγορ. παρὰ Στοβ. σ. 8. 40.

Greek Monotonic

ὅκᾰ: ή ὅκκᾰ, Δωρ. αντί ὅτε, όπως πόκα αντί ποτέ, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὅκα: дор. = ὅτε I и II.

Frisk Etymological English

ὅκκα See also: s. ὅτε