ὑπέρπαχυς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />excessivement gras.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρπᾰχυς''': υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν [[παχύς]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ [[σκάφη]])» Δίων Κ. 49. 1.
|lstext='''ὑπέρπᾰχυς''': υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν [[παχύς]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ [[σκάφη]])» Δίων Κ. 49. 1.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />excessivement gras.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:17, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπᾰχυς Medium diacritics: ὑπέρπαχυς Low diacritics: υπέρπαχυς Capitals: ΥΠΕΡΠΑΧΥΣ
Transliteration A: hypérpachys Transliteration B: hyperpachys Transliteration C: yperpachys Beta Code: u(pe/rpaxus

English (LSJ)

υ, exceedingly fat, Hp.Aër.15, Plu.Cat.Ma.9; very thick, πλῆθος ὑ., of πτισάνη, Hp.Acut.11; of ships, with very thick timbers, D.C.49.1. (In Hp.Aër. l. c. nom. pl. -πάχητες, v.l. -πάχυτες.)

German (Pape)

[Seite 1200] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. εως;
excessivement gras.
Étymologie: ὑπέρ, παχύς.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπᾰχυς: υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν παχύς, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ σκάφη)» Δίων Κ. 49. 1.

Greek Monolingual

-εία, -υ / ὑπέρπαχυς, -εῖα, -υ, ΝΜΑ παχύς
υπερβολικά παχύς, τετράπαχος
μσν.-αρχ.
(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, ογκώδης («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ σκάφη]», Δίων Κάσσ.).

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρπᾰχυς: υ adj. необыкновенно тучный Plut.