βλητέον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
 
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[hay que echar]], [[hay que verter]] οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. <i>Eu.Marc</i>.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι [[γαστήρ]], μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635<br /><b class="num">•</b>fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B.
|dgtxt=[[hay que echar]], [[hay que verter]] οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. <i>Eu.Marc</i>.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι [[γαστήρ]], μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635<br /><b class="num">•</b>fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βλητέον]], adj. verb. van [[βάλλω]], men moet werpen:. [[οἶνον]] νέον [[εἰς]] ἀσκοὺς καινοὺς [[βλητέον]] men moet jonge wijn in nieuwe zakken gieten NT Luc. 5.38.
}}
{{elru
|elrutext='''βλητέον:''' NT adj. verb. к [[βάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βάλλω]], πρέπει [[κανείς]] να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βάλλω]], πρέπει [[κανείς]] να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''βλητέον:''' NT adj. verb. к [[βάλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βλητέον]], adj. verb. van [[βάλλω]], men moet werpen:. [[οἶνον]] νέον [[εἰς]] ἀσκοὺς καινοὺς [[βλητέον]] men moet jonge wijn in nieuwe zakken gieten NT Luc. 5.38.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλητέον Medium diacritics: βλητέον Low diacritics: βλητέον Capitals: ΒΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: blētéon Transliteration B: blēteon Transliteration C: vliteon Beta Code: blhte/on

English (LSJ)

one must throw or put, Ev.Marc.2.22.

Spanish (DGE)

hay que echar, hay que verter οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. Eu.Marc.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι γαστήρ, μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635
fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλητέον, adj. verb. van βάλλω, men moet werpen:. οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον men moet jonge wijn in nieuwe zakken gieten NT Luc. 5.38.

Russian (Dvoretsky)

βλητέον: NT adj. verb. к βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

βλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ῥίψῃ ἢ θέσῃ, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. β΄ 22.

Greek Monotonic

βλητέον: ρημ. επίθ. του βάλλω, πρέπει κανείς να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη